
Νέα - Ανακοινώσεις (1780)
Children categories
Και τώρα που τέλειωσαν οι ευρωεκλογές τι κάνουμε;
Να σταματήσει η αιματοχυσία, να ανοίξει ο δρόμος συνύπαρξης Ισραήλ - Παλαιστίνης
"Περιφερειακός σχεδιασμός", μία από τα ίδια την εποχή της κρίσης;
Πώς δεν προετοιμάστηκε συμμετοχικά η επόμενη προγραμματική περίοδος 2014-2020
Συνέντευξη Ν. Χρυσόγελου στην Athens Voice για ενέργεια, ΔΕΗ, δημοψήφισμα
Ώρα για πολιτική, όχι απλώς επικοινωνιακούς χειρισμούς
Written by nikos chrysogelosΤο άρθρο μου αυτό δημοσιεύθηκε στο http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ora-gia-pragmatiki-politiki-oxi-gia-kiniseis-epikoinoniakoy-xaraktira
Έχουμε ένα βασικό πρόβλημα ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα. Ποτέ δεν καθίσαμε να συζητήσουμε σοβαρά τι οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και τι πρέπει να αλλάξει για να μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση. Υπάρχουν βέβαια κι εξαιρέσεις, πχ οι ευρωβουλευτές κατά καιρούς συζητούσαμε τέτοια θέματα, αλλά ποιος ενδιαφέρονταν... Δεν έχουμε συζητήσει ως κοινωνία τι είδους κρίση βιώνουμε σήμερα. Είναι δημοσιονομική, είναι οικονομική ή και κοινωνική, αξιακή, κρίση του μοντέλου που ακολουθήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες (όχι ότι αυτό ήταν καλύτερο τις προηγούμενες δηλαδή), τι είδους κρίση είναι αυτή που ζούμε τέλος πάντων;
Ακόμα κι όταν το Ευρωκοινοβούλιο, μετά από πρωτοβουλίες των Πράσινων, ξεκίνησε τη λογοδοσία της τρόικα, οργάνωσε ένα μεγάλο κύκλο ακροάσεων, συνέταξε και ψήφισε δυο σημαντικές εκθέσεις που περιγράφουν όχι μόνο το πώς φτάσαμε στην κρίση και πώς την διαχειριστήκαμε (στην ΕΕ και στις 4 χώρες), αλλά και τι πρέπει να αλλάξει, είναι αλήθεια ότι τα ελληνικά ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα αλλά και η κοινωνία έδειξαν πλήρη αδιαφορία. Είμαι σίγουρος ότι και οι νεοεκλεγέντες Έλληνες ευρωβουλευτές αγνοούν αυτή τη σημαντική απόφαση που έλαβε το Ευρωκοινοβούλιο στις 13/3/2014. Ούτε οι πολίτες ψήφισαν στις ευρωεκλογές με κριτήριο τι πρέπει να κάνει το ευρωκοινοβούλιο. Πόσοι ξέρουν ότι το νέο ευρωκοινοβούλιο πρέπει να επιμείνει στην υλοποίηση των απαιτήσεών του (πχ να εφαρμοστεί η Θεμελιώδης Χάρτα Δικαιωμάτων της ΕΕ σε όλα τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, να «ξεπεραστεί» η τρόικα και να δημιουργηθεί ένας δημοκρατικά ελεγχόμενος ευρωπαϊκός θεσμός, να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, να προχωρήσει η αμοιβαιοποίηση του χρέους για να μπορέσουν οι χώρες να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο ύφεση – χρέος κα).
Όταν οι κοινωνίες βιώνουν μια κρίση αναζητούν ή πρέπει να αναζητούν τα αίτια της κρίσης, τα χαρακτηριστικά της, τι πρέπει να αλλάξει ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση. Είναι σαφές ότι η ελληνική κρίση αντιμετωπίστηκε ως μια «ιδιαιτερότητα» και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη βοήθεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, κυριάρχησαν, στην αρχή, τα στερεότυπα (κλέφτες, τεμπέληδες, σπάταλοι κα). Μετά, επιβλήθηκε μια συνταγή μαγειρικής που την περιφέρουν κάποιοι παντού, μια συνταγή περί «εσωτερικής υποτίμησης», αύξησης της ανταγωνιστικότητας με όποια θυσία κι αν απαιτηθεί, σκληρή λιτότητα, «μεταρρυθμίσεις» κυρίως στη λογική της απορρύθμισης της εργασιακής και κοινωνικής προστασίας. Το ελληνικό κατεστημένο, κάθε απόχρωσης, παρέμεινε σε ένα επίπεδο μαύρου – άσπρου.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι στην πραγματικότητα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι η ένταση της κρίσης οφείλεται κυρίως στο αναποτελεσματικό και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα το οποίο δεν προετοιμάστηκε για την επερχόμενη κρίση, αλλά ούτε μπόρεσε να την διαχειριστεί με ορθολογικό τρόπο διασφαλίζοντας ισορροπημένες λύσεις που θα είχαν την στήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Όλες οι κυβερνήσεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΑΣΟΚ – ΛΑΟΣ, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) απέτυχαν να προετοιμάσουν μέσα από διάλογο ένα ισορροπημένο σχέδιο διεξόδου από την κρίση. Η αντιπολίτευση, αν και έβλεπε ότι το πλοίο βουλιάζει, έβριζε τον καπετάνιο, αλλά δεν έκανε τίποτα για να αποτραπεί το ναυάγιο, ίσως μάλιστα και να το επιτάχυνε. Ακόμα και μετά την κρίση και τα μέτρα λιτότητας, παρέμεινε σε μια άρνηση, χωρίς να αντιπροτείνει ένα δικό της σοβαρό σχέδιο αντιμετώπισης με διαφορετικό τρόπο της κρίσης. Απλοϊκά σχήματα, ευκολοχώνευτα, για όλα φταίνε οι «κακοί» που μας επιβουλεύονται, οδήγησαν σε πολιτικά κόμματα μίσους ή οργής και όχι σε (νέα) κόμματα με πολιτικό σχέδιο.
Θα πει κάποιος, όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα, δεν υπήρχε χρόνος να οργανωθεί πολιτικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων, με τους κοινωνικούς κι επαγγελματικούς φορείς. Ας μην κοιτάμε πώς βίωσαν κι αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο την κρίση η Φινλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία, το Βέλγιο και άλλες χώρες κυρίως την δεκαετία του ‘80 και του ‘90. Όπως εξελίχθηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και όπως διαχειρίστηκαν την υπόθεση τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν υπήρχε χρόνος για …συζητήσεις με στόχο να συμφωνηθεί και να έχει ευρεία αποδοχή ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση που θα βασίζονταν σε μια ισορροπημένη στρατηγική πραγματικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Εντάξει, να δεχθεί κάποιος ότι τους πρώτους μήνες της κρίσης δεν υπήρχε δυνατότητα να προετοιμαστεί κάτι διαφορετικό. Αλλά μετά το αρχικό σοκ, τι έκανε το ελληνικό πολιτικό σύστημα για να επεξεργαστεί, το ίδιο, όχι άλλοι, ένα αξιόπιστο σχέδιο; Οι μεν κυβερνητικοί περίμεναν να τους επιβληθεί από τους δανειστές ένα εξευτελιστικό στις λεπτομέρειες του σχέδιο «δημοσιονομικής προσαρμογής» με αντάλλαγμα τον αυξανόμενο δανεισμό. Η αντιπολίτευση απλώς αντιδρούσε σε ένα σχέδιο που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν προϊόν πολιτικού διαλόγου σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο αλλά μια συρραφή προτάσεων διαφόρων λόμπυ, τεχνοκρατών και απορρυθμίσεων δια «πάσαν νόσον». Αλλά γιατί δεν παρουσίασε δική της πρόταση; Πώς εξηγείται ότι άλλαξε πολλές φορές τις θέσεις της από τότε μέχρι σήμερα, και ακόμα και σήμερα που διεκδικεί να κυβερνήσει συνεχίζει απλώς να δημιουργεί …μέτωπα αντίστασης;
Η μεγάλη ευθύνη για την ένταση της κρίσης πέφτει, λοιπόν, στους ώμους όλων των πολιτικών κομμάτων. 6 χρόνια μετά δεν παρουσιάζουν ένα πειστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Σχεδόν όλοι ξέρουμε ότι το εφαρμοζόμενο έχει αποτύχει και το «άλλο» κρατιέται για έκπληξη στα συρτάρια, θα βγει στο φως όταν θα αναλάβει η ..μελλοντική νέα κυβέρνηση, έτσι ως έκπληξη! Αυτά δεν έχουν να κάνουν πάντως με πολιτική αλλά μόνο με επικοινωνιακούς χειρισμούς.
Η κρίση θα έπρεπε να μας έχει κάνει πιο σοφούς. Κι όμως τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, η Βουλή, τα Περιφερειακά Συμβούλια, οι επαγγελματικοί και κοινωνικοί φορείς δεν έχουν καν σκεφθεί να ανοίξουν έναν συγκροτημένο διάλογο για τα αίτια της κρίσης, τις επιτυχίες και αποτυχίες του σχεδίου που εφαρμόζεται. Έστω για τις αλλαγές που απαιτούνται για να διορθωθεί ή να ανατραπεί η τρέχουσα πολιτική. Είμαστε ακόμα πολύ μακριά από όσα το Ευρωκοινοβούλιο έκανε μέσα σε 3 μήνες σε σχέση με την αξιολόγηση της πολιτικής της τρόικα και γενικότερα της πολιτικής λιτότητας.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι αυτά που γίνονται είναι μονόδρομος, «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Συνεχίζει να απορρίπτει οποιαδήποτε συζήτηση για εναλλακτικό σχέδιο. Χειρίζεται το θέμα κυρίως επικοινωνιακά, πιστεύοντας ότι ο θεός της επικοινωνίας και οι επικοινωνιακοί σχεδιασμοί μπορούν να καλύπτουν ή να εξαφανίζουν την πραγματικότητα. Κατά καιρούς θυμάται και την «αντιμνημονιακή» προϊστορία της και ο πρωθυπουργός «σχίζει το Μνημόνιο σελίδα – σελίδα».
Η αντιπολίτευση στις διάφορες εκδοχές της συγκεντρώνει όλα τα όχι και υπόσχεται άλλοτε ότι θα καταργήσει ή κομματιάσει το Μνημόνιο και άλλοτε ότι θα διαπραγματευθεί «με τους ευρωπαίους φίλους» μια πιο ισορροπημένη συνεργασία. Αν και όταν αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας θα βρει μπροστά της όλα τα προβλήματα αλλά τότε δεν θα υπάρχει χρόνος για να διαμορφωθεί ένα άλλο σχέδιο, οπότε ή θα ακολουθήσει έναν καταστροφικό δρόμο αυτοσχεδιασμών ή θα κάνει στροφή 180 μοιρών όπως έκανε ο «αντιμνημονιακός» Σαμαράς.
Είναι ανάγκη λοιπόν να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων, πανεπιστημιακών, ενεργών πολιτών με στόχο να διαμορφωθεί από την περιφέρεια προς το κέντρο ένα σχέδιο διεξόδου από την κρίση που θα είναι κοινωνικά δίκαιο, θα συμβάλει στην αλλαγή της οικονομίας προς μια πιο βιώσιμη αλλά κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη κατεύθυνση, θα θέσει ως βασική προτεραιότητα την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αλλά και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ο μόνος δρόμος για να βγούμε από την κρίση είναι να συμφωνήσουμε ως κοινωνία σε ένα νέο σχέδιο που θα αποτυπωθεί μετά και σε πολιτικό επίπεδο.
Όσο αποφεύγουμε να συζητήσουμε τι συγκεκριμένα πρέπει να γίνει, είναι σίγουρο ότι θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην κρίση, ότι και να λέει η κυβερνητική προπαγάνδα. Αλλά χωρίς εναλλακτικό σχέδιο που θα είναι ρεαλιστικό και σοβαρό και θα έχει την συνειδητή υποστήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας δεν υπάρχει πιθανότητα να πετύχει και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Εντάξει, μπορεί να πείθεται με τα διάφορα διλήμματα κάθε φορά το εκλογικό σώμα να ψηφίζει το ένα ή το άλλο κόμμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι λύνεται κάποιο πρόβλημα.
Ναι, η χώρα χρειάζεται εναλλακτικό σχέδιο, χρειάζεται μια διαφορετική διακυβέρνηση, αλλά δεν μπορεί να επιμένουν τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία σε επικοινωνιακές και μόνο κινήσεις ή μέτωπα αντίστασης. Άλλο επικοινωνία, άλλο «όχι» κι άλλο διακυβέρνηση κι αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Είναι η ώρα των προγραμματικών συζητήσεων αλλιώς και οι προσκλήσεις για …διάλογο από διάφορες πλευρές είναι άλλη μια κίνηση επικοινωνιακού χαρακτήρα, έτσι κουβέντα να γίνεται...
Ανταλλαγή αλληλογραφίας για ...διάλογο μεταξύ των κομμάτων
Written by chrysogelosΕίναι δυνατόν μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι απαιτείται πολιτικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων ακόμα και σε θέματα στα οποία διαφωνούν ριζικά; Όταν ταξίδευα ως ευρωβουλευτής των Πράσινων σε διάφορες περιοχές, με ρωτούσαν συχνά οι πολίτες πώς γίνεται και οι ευρωβουλευτές διαφορετικών πολιτικών ομάδων κάθονται και συζητάνε πολιτικά με πολιτισμένο τρόπο αλλά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί με βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Ναι χρειάζεται να αναπτυχθεί μια κουλτούρα πολιτικού διαλόγου αλλά ο διάλογος αυτός δεν πρέπει να είναι μέρος επικοινωνιακών και μόνο σχεδιασμών. Επίσης, ο διάλογος δεν μπορεί να περιορίζεται μεταξύ των κομμάτων αλλά πρέπει να εμπλουτίζεται και με την συμμετοχή κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων, πανεπιστημιακών, ενεργών πολιτών.
Στην σημερινή εποχή κρίσης ο πολιτικός διάλογος είναι απαραίτητος για να διαμορφωθεί από την περιφέρεια προς το κέντρο ένα εναλλακτικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση που θα είναι κοινωνικά δίκαιο, θα συμβάλει στην αλλαγή της οικονομίας προς μια πιο βιώσιμη αλλά κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη κατεύθυνση, θα θέσει ως βασική προτεραιότητα την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αλλά και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ο μόνος δρόμος για να βγούμε από την κρίση είναι να συμφωνήσουμε ως κοινωνία σε ένα νέο σχέδιο που θα αποτυπωθεί μετά και σε πολιτικό ή και κυβερνητικό επίπεδο.
Όσο αποφεύγουμε να συζητήσουμε τι συγκεκριμένα πρέπει να γίνει, είναι σίγουρο ότι θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην κρίση. Αλλά χωρίς εναλλακτικό σχέδιο που θα είναι ρεαλιστικό και σοβαρό, και θα έχει την συνειδητή υποστήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας, δεν υπάρχει πιθανότητα να βγούμε από την κρίση.
Τα κόμματα, όχι όλα πάντως, αρχίζουν να τροποποιούν την τακτική τους σε θέματα διαλόγου μεταξύ τους. Εξ ανάγκης μάλλον αρχίζουν να βλέπουν με άλλο μάτι τον «διάλογο». Βλέπουμε τις τελευταίες μέρες πρωτοβουλίες από τα κόμματα με έναν καταιγισμό επιστολών και εμαιλ, αλλά και δηλώσεων για …διάλογο. Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο παίζει και η εσωκομματική κατάσταση των περισσοτέρων αλλά και η συνειδητοποίηση ότι ο κατακερματισμός ή η πολυμορφία του πολιτικού σκηνικού όπως καταγράφηκε και στις ευρωεκλογές δεν επιτρέπουν πλέον προσδοκίες αυτοδύναμης κυριαρχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσκαλεί σε διάφορα μέτωπα (ΔΕΗ κα), αλλά δεν έχει προς το παρόν διάθεση να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για το δικό του σχέδιο εναλλακτικής διακυβέρνησης που θα πρέπει να απαντάει και στο ποια είναι η δική του πρόταση για την ενέργεια, για παράδειγμα. Επιμένει σε μέτωπα αντίστασης. Και καλεί σε διάλογο στην βάση προκαθορισμένων μετώπων δυνάμεις της «αριστεράς, της άκρας αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας καθώς και πατριωτικές δυνάμεις».
Η ΔΗΜΑΡ, μετά το σοκ των ευρωεκλογών, απέστειλε εσπευσμένα πρόσκληση σε «διάλογο για την κεντροαριστερά και για την διαμόρφωση μιας προοδευτικής κυβέρνησης της χώρας». Παρουσιάζει μάλιστα 12 προγραμματικά σημεία για τον διάλογο για την κεντροαριστερά. Η επιστολή είχε δυο εκδοχές, μία απευθύνονταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μια προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της «κεντροαριστεράς, της αριστεράς και της οικολογίας».
Το ΠΟΤΑΜΙ δημιούργησε μια, ασαφή τουλάχιστον προς το παρόν, 60μελή Επιτροπή Διαλόγου, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται απλώς για μια συμβουλευτική προς τον επικεφαλής (Στ. Θεοδωράκη) Επιτροπή όπως προβλέπει το καταστατικό που υιοθετήθηκε από το συνέδριο (κάτι που προσωπικά δεν με ενδιαφέρει) ή είναι ένα γενικότερο φόρουμ διαλόγου με ανθρώπους που ΔΕΝ είναι ενταγμένοι στο ΠΟΤΑΜΙ (σε αυτή την δεύτερη εκδοχή απάντησα και εγώ θετικά, με δεδομένο ότι είμαι και παραμένω στους ΠΡΑΣΙΝΟΥΣ- Αλληλεγγύη).
Το κόμμα «ΠΕΙΡΑΤΕΣ» έχει αναλάβει μια άλλη πρωτοβουλία διαλόγου, να καλέσει όλα τα μικρά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής να συνεργαστούν με στόχο να εκλέξουν εκπροσώπους (αφού συνολικά εκπροσωπούν το 16% του εκλογικού σώματος) στις επερχόμενες εθνικές εκλογές.
Είναι αλήθεια ότι και εμείς οι «ΠΡΑΣΙΝΟΙ-Αλληλεγγύη» προετοιμάζουμε τις δικές μας …επιστολές και προτάσεις για πολιτικό και κοινωνικό διάλογο αλλά για ένα σύνολο θεμάτων που απασχολούν την κοινωνία, όπως για παράδειγμα η ανεργία, οι ανασφάλιστοι, η υγεία, η μεταρρύθμιση της διοίκησης, η στροφή της οικονομίας προς πράσινη, κοινωνική, καινοτόμα κατεύθυνση, η προστασία του περιβάλλοντος, η ενέργεια κα. Και για να είναι ξεκάθαρη η στάση μας: μια πολιτική-προγραμματική συζήτηση για το πώς θα βγει η χώρα από την κρίση έχει πάντα ενδιαφέρον για μας, ένας προσχηματικός διάλογος για τα μάτια του κόσμου για να επιτευχθεί εσπευσμένα μια συμφωνία και να έχουμε κάποια ανταλλάγματα (βουλευτικές θέσεις, χρήματα, αποσπασμένους) ούτε μας ενδιαφέρει όπως έχουμε αποδείξει ούτε ανταποκρίνεται στις δικές μας αξίες και ήθος.
Το κλίμα λοιπόν άλλαξε και το επόμενο διάστημα προβλέπεται αύξηση της αλληλογραφίας κι ανταλλαγή προσκλήσεων για διάλογο. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μας όμως μερικά προαπαιτούμενα:
- ο διάλογος δεν μπορεί να είναι γενικόλογος αλλά πρέπει να αφορά σε θέματα που ενδιαφέρουν την κοινωνία,
- δεν μπορεί να είναι ένα παιχνίδι επικοινωνιακών σχεδιασμών, αλλά ουσιαστικής προγραμματικής συζήτησης που θα διαρκέσει ένα χρονικό διάστημα και θα πάει σε βάθος,
- δεν μπορεί να αφορά μόνο σε κόμματα αλλά πρέπει να περιλάβει και κοινωνικούς – επαγγελματικούς φορείς, με δεδομένο πλέον ότι τα κόμματα δεν μπορούν να μονοπωλούν την διαμόρφωση πολιτικών.
Α, ναι, και κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να σπαταληθεί πολύ χαρτί για τον διάλογο, η ανταλλαγή επιστολών μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά.
Ας ξεκινήσουν, λοιπόν, οι χοροί. Όμως, ποια θέματα μπορεί να έχουν άμεση προτεραιότητα σε έναν δομημένο διάλογο είτε μέσα και μεταξύ θεσμικών κοινωνικών κι επαγγελματικών φορέων ή και πολιτικών κομμάτων; Εμείς προτείνουμε την έναρξη ενός ουσιαστικού πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων ή μέρους των κομμάτων αλλά και με την αυτοδιοίκηση, τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς φορείς ώστε να διαμορφωθεί από τα κάτω, με πραγματικούς πολιτικούς όρους, μέσα στην κοινωνία, ένα κοινωνικά δίκαιο, ισορροπημένο, βιώσιμο σχέδιο διεξόδου από την κρίση που θα έχει τέσσερεις άξονες:
(α) να πετύχουμε βελτίωση των δημοσιονομικών μέσα από άλλο δρόμο,
(β) να ενισχύσουμε την πραγματική οικονομία κάνοντας την κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη και καινοτόμο, μια οικονομία που δημιουργεί θέσεις εργασίας και προστατεύει το περιβάλλον, ενισχύοντας μακροχρόνια την βιώσιμη ευημερία όλων,
(γ) να μειώσουμε τις διακρίσεις, τις ανισότητες και τις κοινωνικές διαφορές, επιτυγχάνοντας την σύγκλιση μεταξύ κοινωνικών ομάδων, περιοχών και περιφερειών,
(δ) να μεταρρυθμίσουμε την διοίκηση ώστε να είναι αποτελεσματική, σύγχρονη, ελάχιστα γραφειοκρατική και να λειτουργεί προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
Στο πλαίσιο αυτό προτεραιότητα – για λόγους επιβίωσης πολλών συμπολιτών μας -αποκτάει η ανάγκη δομημένου διαλόγου με πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, περιφερειακά και κεντρικά, για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ως μέσο άμεσης εξισορρόπησης της βίαιης απώλειας εισοδημάτων και της αύξησης των ανισοτήτων μέσα στην κοινωνία.
Πρέπει να είναι σε όλους σαφές ότι ακόμα και με το πιο αισιόδοξο σενάριο «οικονομικής ανάκαμψης» δεν είναι εφικτό οποιαδήποτε κυβέρνηση να πετύχει υψηλά εισοδήματα για όλους και μάλιστα γρήγορα. Αντιθέτως, η βίαιη αφαίρεση εισοδημάτων πρέπει και μπορεί να εξισορροπηθεί πολύ γρήγορα από κοινωνικά και οικολογικά αγαθά (κυρίως υπηρεσίες), για να μπορούν όλοι/ες να ζούμε καλύτερα ακόμα και με λιγότερα χρήματα.
Με άλλα λόγια, εμείς προτείνουμε να συζητήσουμε για το πώς θα στραφούμε ως χώρα στην κοινωνική και οικολογική καινοτομία ως μέσο για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανθρώπινης, αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους. Πριν την κρίση τα πολιτικά κόμματα έδιναν έμφαση στην άνοδο του εισοδήματος ως εργαλείο για την διασφάλιση της ευημερίας. Ελάχιστη προσοχή δόθηκε στην δημιουργία ενός αποτελεσματικού, δημόσιου συστήματος υγείας για όλους, ή σε δημόσιες, αποτελεσματικές, οικολογικές συγκοινωνίες, στην οικολογική και αισθητική αναγέννηση των πόλεων, στην πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση, στην εξοικονόμηση ενέργειας ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας κα. Οι διεκδικήσεις αφορούσαν, κυρίως, σε αύξηση μισθών, παροχή επιδομάτων και συντεχνιακές ρυθμίσεις που μετατρέπονταν σε εισόδημα.
Εκ των πραγμάτων αλλά και ως αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής κριτικής απέναντι στα αίτια της χρεοκοπίας, ένα τμήμα της κοινωνίας συνειδητοποιεί ότι η ευημερία δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με το εισόδημα και με την δυνατότητα του πολίτη να αγοράζει υπηρεσίες και αγαθά που έχουν στο μεταξύ καταστραφεί ή έχουν γίνει πολύ ακριβά εμπορεύματα (πχ υγεία, καθαρός αέρας, παιδεία, ξεκούραση-αναψυχή, πολιτισμός, βιώσιμη κινητικότητα).
Εμείς θέτουμε σε συζήτηση, λοιπόν, μια νέα στρατηγική, να ζουν οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, καλύτερα μέσω της εξασφάλισης – συμπληρωματικά με ένα αξιοπρεπές εγγυημένο εισόδημα για όλους - νέων, καινοτόμων, αποτελεσματικών «κοινωνικών και περιβαλλοντικών υποδομών», δομών αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής.
Τέλος, ας μην μπερδεύουμε τις προτάσεις για διάλογο με κινήσεις που διευκολύνουν την ανάληψη κάποιας καρέκλας. Με αφορμή τον διάλογο (!) μπορεί να ανοίξει η όρεξη για μεταγραφές και προσχωρήσει. Επίσης, κίνητρο για τον «διάλογο» μπορεί να είναι η φιλοδοξία για μια προσωπική ή μικρο-ομαδική «τακτοποίηση». Ο μανδύας «ιδεολογικής-πολιτικής συμφωνίας» έρχεται μετά να δικαιολογήσει – καλύψει την μετακίνηση. Ξέρουμε και ακούμε πολλά σχετικά. Εμάς τουλάχιστον δεν μας ενδιαφέρει «διάλογος» σε τέτοια βάση.
Η ελληνική πολιτική τάξη και μέρος της κοινωνίας πολώνονται άλλη μια φορά, αλλά στη βάση, πάλι, λανθασμένων διλημμάτων. Η όποια συζήτηση για τη ΔΕΗ με τον τρόπο που γίνεται αφορά – τουλάχιστον από άποψη πολιτικού διλήμματος - σε ένα μοντέλο που δεν έχει σχέση με την πραγματική κοσμογονία που συντελείται στα θέματα της ενέργειας [1].
Από άποψη περιεχομένου, η συζήτηση για τα ενεργειακά όπως εξελίσσεται μέχρι τώρα αφορά σε πρακτικές προηγούμενων δεκαετιών, ενώ δεν συνδέει με συνεκτικό τρόπο το συγκεκριμένο ενεργειακό θέμα («τι είδους ΔΕΗ;») με άλλα σχετικά θέματα που απασχολούν την κοινωνία (ενεργειακή φτώχεια, ΑΠΕ, κλίμα, περιβάλλον, υγεία κα). Κυβέρνηση και αντιπολίτευση τσακώνονται για τους δεινόσαυρους ενώ αυτοί πεθαίνουν, αλλά δεν έχουν κατανοήσει καν τη νέα «ενεργειακή βιοποικιλότητα», δηλαδή την «ενεργειακή μετάβαση», έναν οικολογικό και κοινωνικά υπεύθυνο - και όσο το δυνατόν πιο αποκεντρωμένο - τρόπο παραγωγής, μεταφοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αλλά και μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας που αλλάζει τα πάντα.
Από άποψη διαδικασίας, η συμμετοχή των πολιτών σε μια κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας, όπως είναι το δημοψήφισμα, δεν μπορεί να είναι υπόθεση κομματικών χειρισμών, και πολύ περισσότερο - με πρόσχημα τις συνταγματικές πρόνοιες – να μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι ισχύος και κομματικών εντυπώσεων. Είναι σημαντικές οι επαφές μεταξύ πολιτικών αρχηγών (επιτέλους συζητάνε, έστω και τηλεφωνικά), αλλά, συγνώμη, δεν προετοιμάζονται έτσι δημοψηφίσματα και δεν μπορεί να κόμματα να ευτελίζουν την διαδικασία μετατρέποντάς την σε μια κομματική συνεννόηση ή διαφωνία. Θα μπορούσαν(με) να διδαχθούμε για το πώς οργανώνονται με πρωτοβουλία των πολιτών δημοψηφίσματα, αποφεύγοντας τη μετατροπή μιας σημαντικής έκφρασης άμεσης δημοκρατίας σε μια υπόθεση κομματικών χειρισμών, ακόμα και αν το συνταγματικό πλαίσιο δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
Η σημασία του σωστού ερωτήματος
Αλλά πριν το δημοψήφισμα μεγάλη, μεγαλύτερη σημασία έχει η πολιτική συζήτηση για το θέμα που θα τεθεί σε δημοψήφισμα. Εντάξει να γίνει δημοψήφισμα, αλλά ποιο θα είναι το ερώτημα στο δημοψήφισμα; Σε τι θα (προσ)κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες; Αν θέλουν να «διατηρηθεί το υπάρχον μοντέλο» ή αν συμφωνούν «να κλωνοποιηθεί το υπάρχον και να υπάρξει άλλος ένας, ιδιωτικός, κλώνος»; Το πολιτικό ερώτημα (ή και αυτό του δημοψηφίσματος) δεν μπορεί φυσικά να είναι του τύπου: «σε μια κρατική ΔΕΗ τα ορυχεία και οι μονάδες λιγνίτη ή θα κοπεί από αυτήν ένα κομμάτι για να στηθεί δίπλα της μια παρόμοια «ιδιωτική» ΔΕΗ». Το ερώτημα δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, δεν μπορεί να βλέπουμε μόνο το κλαδί και να χάνουμε το δάσος. Μια πραγματικά σοβαρή μεταρρυθμιστική πολιτική, που όμως προς το παρόν κανένα κόμμα παλιό και νέο δεν διατυπώνει, θα ήταν να ανοίξει μια σοβαρή πολιτική συζήτηση για το σύνολο του ενεργειακού και στο τέλος αυτής της συζήτησης να ζητηθεί από τους πολίτες να εκφραστούν μέσα από ένα δημοψήφισμα για το ποιο στρατηγικό ενεργειακό σχέδιο υποστηρίζουν.
Η κυβέρνηση (με ορισμένους συμμάχους στα ΜΜΕ και στο οικονομικό πεδίο, λίγο πολύ γνωστούς σε όλους μας) προωθεί ένα σχέδιο που είναι φανερό ότι δίνει με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους μέρος του παλιού ενεργειακού πακέτου (κυρίως λιγνιτορυχεία και λιγνιτικές μονάδες) σε κάποιον μεγάλο ενεργειακό παίχτη (γερμανική, γαλλική ή ιταλική επιχείρηση σε συνεργασία μάλλον με κάποιον ελληνικό όμιλο). Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί παραπλανητικά επιχειρήματα για να προωθήσει το σχέδιο της:
- Η «απελευθέρωση» έχει ήδη πραγματοποιηθεί νομοθετικά και πρακτικά (υπάρχουν ήδη ιδιωτικές μονάδες παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο ή ΑΠΕ)
- Η πώληση της «μικρής» ΔΕΗ δεν πρόκειται να μειώσει το κόστος της ενέργειας έτσι κι αλλιώς.
- Η πώληση δεν θα δημιουργήσει συνθήκες για μείωση των τιμών στον καταναλωτή. Η πραγματική μείωση του κόστους για τον καταναλωτή μπορεί να προέλθει από προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας είτε ο καταναλωτής είναι βιομηχανία είτε είναι κάποιο νοικοκυριό. Τα ορυκτά καύσιμα στην πραγματικότητα στηρίζονται γενναία από φανερές ή κρυφές επιδοτήσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, κάτι που τελικώς μεταφέρει το κόστος στον καταναλωτή χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί.
Έωλο είναι και το επιχείρημα περί «Μνημονιακής υποχρέωσης». Η κυβέρνηση πρώτα βάζει μια «ρύθμιση» στο Μνημόνιο και μετά επικαλείται το ότι η τρόικα απαιτεί την εφαρμογή της– «αυτή είναι επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης» είναι η μια πανομοιότυπη απάντηση που έδινε η Κομισιόν σε σειρά σχετικών ερωτήσεων μου (ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών νερού, νομοσχέδιο για ακτές – αιγιαλό κα).
Εξάλλου η πώληση της ΔΕΗ σύμφωνα ακόμα και με την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης – «με την πώληση θα συγκεντρωθούν τα αναγκαία χρήματα για να προχωρήσει η επιχείρηση στις επενδύσεις της» - δεν θα έχει δημοσιονομικό όφελος.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει, λοιπόν, ένα δίκιο να ασκεί κριτική στο συγκεκριμένο σχέδιο που επιδιώκει να επιβάλει με κάθε μέσο η κυβέρνηση. Αλλά από εκεί και πέρα εμφανίζεται ως μια κατεξοχήν συντηρητική πολιτική δύναμη, που υπερασπίζεται το παλιό μοντέλο, που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με πολύ σοβαρά προβλήματα (συγκεντρωτική παραγωγή, ρύπανση, συνεισφορά στην υποβάθμιση της υγείας αλλά και στην αλλαγή του κλίματος, έλεγχος από κομματικά συστήματα).
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης θα μπορούσε να ήταν μια καλή ευκαιρία για να παρουσιάσουν ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, το ΚΚΕ, οι ΑΝΕΛ, το ΠΟΤΑΜΙ το δικό τους, διαφορετικό – αν έχουν - ενεργειακό σχέδιο, και να πείσουν για αυτό. Υπάρχει, όμως, ένα τέτοιο σχέδιο; Φοβάμαι ότι κανένα από τα κόμματα δεν έχει μια ολοκληρωμένη πρόταση αλλά κινείται με βάση επικοινωνιακούς σχεδιασμούς ή τακτικισμούς.
Η αλλαγή ενεργειακού μοντέλου
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, όταν αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μια μεγάλη κρατική εταιρία παραγωγής ενέργειας υπήρχαν κάπου 415 μικρές ή μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής ενέργειας με ιδιοκτήτες έλληνες και ξένους. Τότε το οικονομικό και τεχνολογικό μοντέλο ανάπτυξης επένδυε στην βαριά βιομηχανία και απαιτούσε συγκεντρωτική παραγωγή και διανομή της ενέργειας, που βασίζονταν κυρίως στον λιγνίτη, το κάρβουνο, το πετρέλαιο. Όμως, όλα αλλάζουν στην οικονομία και στην ενέργεια τις τελευταίες δεκαετίες, κι αναμένεται να αλλάξουν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, τεχνολογικών εξελίξεων και μιας νέας οικονομικής πραγματικότητας. Μιλάμε για ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι μονάδες ενέργειας που βασίζονται στο πετρέλαιο, το κάρβουνο και τον λιγνίτη κλείνουν σταδιακά και αντικαθίστανται από διάχυτα συστήματα παραγωγής ενέργειας από διαφορετικές και τοπικά διαθέσιμες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ μεγάλο μέρος της παραγωγής και της διανομής αλλά και της εξοικονόμησης ενέργειας περνάει σε συνεταιρισμούς, πόλεις, δήμους, πολίτες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Κάποιες κοινωνίες συζητάνε ή έχουν δρομολογήσει την λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση», την σταδιακή αλλά πλήρη έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια [2] αλλά και την αποκεντρωμένη παραγωγή και διανομή ενέργειας. Το Βέλγιο, για παράδειγμα, που άλλοτε ήταν κέντρο προσέλευσης μεταναστών από τον ευρωπαϊκό κυρίως νότο, για να δουλέψουν στα ορυχεία κάρβουνου, σήμερα διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο …μουσείων και χώρων ξενάγησης γύρω από την εξόρυξη κάρβουνου. Χώρες όπως η Δανία και Γερμανία έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για σταδιακή έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ μέχρι το 2050 ο ενεργειακός σχεδιασμός της ΕΕ προβλέπει μείωση των εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα κατά 80-95%. Στη Γερμανία πάνω 2.000.000 είναι οι παραγωγοί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – νοικοκυριά, αγρότες, ενεργειακοί συνεταιρισμοί, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όχι οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως θα πίστευε κάποιος [3]. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 2.400 ενεργειακοί συνεταιρισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ καθημερινά δημιουργούνται νέοι [4]. Ακόμα και στις ΗΠΑ για πρώτη φορά προωθείται από τον πρόεδρο Μπ. Ομπάμα ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μείωσης κατά 30% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις μονάδες κάρβουνου [5], [6] ενώ συντελούνται σημαντικές αλλαγές και στην βάση της αμερικάνικης κοινωνίας, κάποτε αδιανόητες, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η αποφυγή χρήσης ΙΧ αυτοκινήτου, η στροφή στην πράσινη ενέργεια [7].
Ένα τρίτο, εναλλακτικό ενεργειακό μοντέλο, οικολογικό, κοινωνικό, ισορροπημένο
Τόσο η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της πολιτικής για την ενέργεια που ακολουθείται στη χώρα μας από την σημερινή κυβερνητική συνεργασία, όσο και η εκδοχή του κρατικά ελεγχόμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής της ενέργειας (που εκφράζεται από το σύνολο της σημερινής αντιπολίτευσης) είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος μιας αποτυχημένης πολιτικής που στρέφει τη συζήτηση σε διλήμματα του παρελθόντος, αντί να προωθεί οικολογικά και κοινωνικά καινοτόμες πολιτικές, αξιολογώντας τις εξελίξεις σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, προσαρμόζοντας τα υπάρχοντα καλά παραδείγματα στις ελληνικές συνθήκες.
Η δική μας πρόταση [8] αφορά σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο που θα είχε ταυτοχρόνως ευνοϊκές επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην οικονομία, στην απασχόληση και στα δημόσια οικονομικά. Αφορά στηδημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων μικρών “ΔΕΗ” από δήμους, πολίτες, συνεταιρισμούς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα παράγουν, όμως, την ενέργεια αποκλειστικά από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κατά βάση αποκεντρωμένα, ενισχύοντας έτσι την ενεργειακή μετάβαση και συμμετέχοντας σε μια παγκόσμια ειρηνική ενεργειακή επανάσταση. Αλλά και στην ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου διάθεσης της ενέργειας μέσω των λεγόμενων «έξυπνων δικτύων» (smartgrids), που προσφέρουν λύσεις για αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, εξισορρόπηση της ένταξης της ενέργειας από τις ανανεώσιμες πηγές στα δίκτυα αλλά και βελτιστοποίηση της χρήσης ενέργειας, αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας, καθώς και κατανάλωση αποκλειστικά παραγόμενης τοπικά ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέσω της δημιουργίας μικρομεσαίων αλλά και συνεταιριστικών κοινωνικών επιχειρήσεων.
Ο λιγνίτης είναι μια πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, παραγωγικό πλαίσιο. Σήμερα είμαστε αναγκασμένοι για πολλούς λόγους να περάσουμε σε ένα άλλο ενεργειακό μοντέλο. ΔΕΝ είμαστε υποχρεωμένοι να πουλήσουμε μέρος των λιγνιτορυχείων και των λιγνιτικών μονάδων σε ένα ισχυρό ενεργειακό παίχτη.
Να προετοιμάσουμε την ενεργειακή και οικονομική μετάβαση
Η μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή εποχή θα αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που παράγεται ή διανέμεται η ενέργεια αλλά και την ζωή και την εργασία χιλιάδων ανθρώπων. Επομένως θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη ώστε να βοηθήσει όλους να ζήσουν καλύτερα, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εργαζόμενοι σήμερα στη ΔΕΗ, στα ορυχεία, στον κύκλο των ορυκτών καυσίμων. Είναι απαραίτητο ένα κίνημα από τη βάση της κοινωνίας και στην Ελλάδα που θα στηρίξει πραγματικά την «ενεργειακή μετάβαση» στη χώρα μας. Ένα κίνημα ενεργειακής μετάβασης πρέπει να συνεργαστεί με τους φορείς περιοχών που σήμερα εξαρτώνται από τον λιγνίτη και να ανοίξει ουσιαστικό διάλογο για ένα στρατηγικό σχεδιασμό που θα αφορά και στην οικονομική μετάβαση περιοχών, όπως η Δυτ. Μακεδονία, που εξαρτώνται σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τον λιγνίτη αλλά και στη δημιουργία θέσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων, ώστε να μην μείνουν άνεργοι λόγω της μετάβασης σε μια νέα ενεργειακή εποχή.
Η μετάβαση δεν θα γίνει σε μια νύχτα, αλλά από την άλλη όσο περνάνε τα χρόνια χωρίς να σχεδιάζονται οι κατάλληλες πολιτικές και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, τόσο οι αλλαγές θα είναι πιο απότομες, και θα αλλάζουν βίαια τη ζωή των ανθρώπων. Η υπεράσπιση, λοιπόν, του λιγνίτη και της κεντρικά ελεγχόμενης, παραγόμενης και διανεμόμενης ενέργειας είναι ανιστόρητη, έστω κι αν χρησιμοποιεί «φιλολαϊκά» επιχειρήματα. Μπορεί να καθυστερήσει την προετοιμασία της ενεργειακής μετάβασης και να αφήσει τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες απροετοίμαστες για την νέα εποχή που είναι πλέον εδώ, ότι έγινε δηλαδή και με το υπερβολικό χρέος, την χρεοκοπία της χώρας, την διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος και της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Έχουμε ανάλογα ιστορικά παραδείγματα, περιοχές που δεν προετοιμάστηκαν για την εγκατάλειψη των ορυχείων κάρβουνου και των μονάδων παραγωγής ενέργειας από το κάρβουνο, και έζησαν την βίαιη κατάρρευση. Από την άλλη έχουμε και καλά παραδείγματα, περιοχές που προετοίμασαν την μετάβαση στη νέα εποχή. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι εργαζόμενοι στα λιγνιτορυχεία και στη ΔΕΗ, η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία των πολιτών να αξιοποιήσουν διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης για την σταδιακή και κοινωνικά ισορροπημένη μετάβαση στη νέα εποχή.
Υπερασπίστηκα ως εισηγητής εκ μέρους των Πράσινων τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής η αποκατάσταση ορυχείων, η εξοικονόμηση ενέργειας και η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στις κατοικίες.. Είναι εφικτή, λοιπόν, η μετάβαση και των λιγνιτικών περιοχών σε μια νέα εποχή, αξιοποιώντας την προϋπάρχουσα εμπειρία και καλές πρακτικές από το Βέλγιο και τη Γερμανία που προετοίμασαν την μετάβαση.
Από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μπορεί επίσης να υποστηριχθεί η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης της περιοχής από το μοντέλο του λιγνίτη προς την εποχή της αποτελεσματικής χρήσης της ενέργειας, καθώς και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης της δυνατότητας παραγωγής ενέργειας αξιοποιώντας την γεωθερμία από τις πολλές στοές των λιγνιτορυχείων [9]
Παραπομπές:
[1] http://www.chrysogelos.gr/index.php/2012-01-26-17-17-39-594/deltia-typou/item/3760-energy-revolution
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Energy_transition
[3] http://www.energiegenossenschaften-gruenden.de/hintergrund.html
[4] http://www.rescoop.eu/rescoop-map
[5] http://ecowatch.com/2014/06/02/obama-epa-carbon-climate-change/
[6] http://time.com/2806697/obama-epa-coal-carbon/
[7] EarthPolicyInstitute, LesterBrown, ομιλία του Ευρωκοινοβούλιο, Ιούνιος 2014
[8] http://www.chrysogelos.gr/images/files/Docs/energy%20GE.pdf
[9] http://www.chrysogelos.gr/images/files/Docs/greening%20GE.pdf