Η ελληνική πολιτική τάξη και μέρος της κοινωνίας πολώνονται άλλη μια φορά, αλλά στη βάση, πάλι, λανθασμένων διλημμάτων. Η όποια συζήτηση για τη ΔΕΗ με τον τρόπο που γίνεται αφορά – τουλάχιστον από άποψη πολιτικού διλήμματος - σε ένα μοντέλο που δεν έχει σχέση με την πραγματική κοσμογονία που συντελείται στα θέματα της ενέργειας [1].
Από άποψη περιεχομένου, η συζήτηση για τα ενεργειακά όπως εξελίσσεται μέχρι τώρα αφορά σε πρακτικές προηγούμενων δεκαετιών, ενώ δεν συνδέει με συνεκτικό τρόπο το συγκεκριμένο ενεργειακό θέμα («τι είδους ΔΕΗ;») με άλλα σχετικά θέματα που απασχολούν την κοινωνία (ενεργειακή φτώχεια, ΑΠΕ, κλίμα, περιβάλλον, υγεία κα). Κυβέρνηση και αντιπολίτευση τσακώνονται για τους δεινόσαυρους ενώ αυτοί πεθαίνουν, αλλά δεν έχουν κατανοήσει καν τη νέα «ενεργειακή βιοποικιλότητα», δηλαδή την «ενεργειακή μετάβαση», έναν οικολογικό και κοινωνικά υπεύθυνο - και όσο το δυνατόν πιο αποκεντρωμένο - τρόπο παραγωγής, μεταφοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αλλά και μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας που αλλάζει τα πάντα.
Από άποψη διαδικασίας, η συμμετοχή των πολιτών σε μια κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας, όπως είναι το δημοψήφισμα, δεν μπορεί να είναι υπόθεση κομματικών χειρισμών, και πολύ περισσότερο - με πρόσχημα τις συνταγματικές πρόνοιες – να μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι ισχύος και κομματικών εντυπώσεων. Είναι σημαντικές οι επαφές μεταξύ πολιτικών αρχηγών (επιτέλους συζητάνε, έστω και τηλεφωνικά), αλλά, συγνώμη, δεν προετοιμάζονται έτσι δημοψηφίσματα και δεν μπορεί να κόμματα να ευτελίζουν την διαδικασία μετατρέποντάς την σε μια κομματική συνεννόηση ή διαφωνία. Θα μπορούσαν(με) να διδαχθούμε για το πώς οργανώνονται με πρωτοβουλία των πολιτών δημοψηφίσματα, αποφεύγοντας τη μετατροπή μιας σημαντικής έκφρασης άμεσης δημοκρατίας σε μια υπόθεση κομματικών χειρισμών, ακόμα και αν το συνταγματικό πλαίσιο δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
Η σημασία του σωστού ερωτήματος
Αλλά πριν το δημοψήφισμα μεγάλη, μεγαλύτερη σημασία έχει η πολιτική συζήτηση για το θέμα που θα τεθεί σε δημοψήφισμα. Εντάξει να γίνει δημοψήφισμα, αλλά ποιο θα είναι το ερώτημα στο δημοψήφισμα; Σε τι θα (προσ)κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες; Αν θέλουν να «διατηρηθεί το υπάρχον μοντέλο» ή αν συμφωνούν «να κλωνοποιηθεί το υπάρχον και να υπάρξει άλλος ένας, ιδιωτικός, κλώνος»; Το πολιτικό ερώτημα (ή και αυτό του δημοψηφίσματος) δεν μπορεί φυσικά να είναι του τύπου: «σε μια κρατική ΔΕΗ τα ορυχεία και οι μονάδες λιγνίτη ή θα κοπεί από αυτήν ένα κομμάτι για να στηθεί δίπλα της μια παρόμοια «ιδιωτική» ΔΕΗ». Το ερώτημα δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, δεν μπορεί να βλέπουμε μόνο το κλαδί και να χάνουμε το δάσος. Μια πραγματικά σοβαρή μεταρρυθμιστική πολιτική, που όμως προς το παρόν κανένα κόμμα παλιό και νέο δεν διατυπώνει, θα ήταν να ανοίξει μια σοβαρή πολιτική συζήτηση για το σύνολο του ενεργειακού και στο τέλος αυτής της συζήτησης να ζητηθεί από τους πολίτες να εκφραστούν μέσα από ένα δημοψήφισμα για το ποιο στρατηγικό ενεργειακό σχέδιο υποστηρίζουν.
Η κυβέρνηση (με ορισμένους συμμάχους στα ΜΜΕ και στο οικονομικό πεδίο, λίγο πολύ γνωστούς σε όλους μας) προωθεί ένα σχέδιο που είναι φανερό ότι δίνει με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους μέρος του παλιού ενεργειακού πακέτου (κυρίως λιγνιτορυχεία και λιγνιτικές μονάδες) σε κάποιον μεγάλο ενεργειακό παίχτη (γερμανική, γαλλική ή ιταλική επιχείρηση σε συνεργασία μάλλον με κάποιον ελληνικό όμιλο). Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί παραπλανητικά επιχειρήματα για να προωθήσει το σχέδιο της:
- Η «απελευθέρωση» έχει ήδη πραγματοποιηθεί νομοθετικά και πρακτικά (υπάρχουν ήδη ιδιωτικές μονάδες παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο ή ΑΠΕ)
- Η πώληση της «μικρής» ΔΕΗ δεν πρόκειται να μειώσει το κόστος της ενέργειας έτσι κι αλλιώς.
- Η πώληση δεν θα δημιουργήσει συνθήκες για μείωση των τιμών στον καταναλωτή. Η πραγματική μείωση του κόστους για τον καταναλωτή μπορεί να προέλθει από προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας είτε ο καταναλωτής είναι βιομηχανία είτε είναι κάποιο νοικοκυριό. Τα ορυκτά καύσιμα στην πραγματικότητα στηρίζονται γενναία από φανερές ή κρυφές επιδοτήσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, κάτι που τελικώς μεταφέρει το κόστος στον καταναλωτή χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί.
Έωλο είναι και το επιχείρημα περί «Μνημονιακής υποχρέωσης». Η κυβέρνηση πρώτα βάζει μια «ρύθμιση» στο Μνημόνιο και μετά επικαλείται το ότι η τρόικα απαιτεί την εφαρμογή της– «αυτή είναι επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης» είναι η μια πανομοιότυπη απάντηση που έδινε η Κομισιόν σε σειρά σχετικών ερωτήσεων μου (ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών νερού, νομοσχέδιο για ακτές – αιγιαλό κα).
Εξάλλου η πώληση της ΔΕΗ σύμφωνα ακόμα και με την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης – «με την πώληση θα συγκεντρωθούν τα αναγκαία χρήματα για να προχωρήσει η επιχείρηση στις επενδύσεις της» - δεν θα έχει δημοσιονομικό όφελος.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει, λοιπόν, ένα δίκιο να ασκεί κριτική στο συγκεκριμένο σχέδιο που επιδιώκει να επιβάλει με κάθε μέσο η κυβέρνηση. Αλλά από εκεί και πέρα εμφανίζεται ως μια κατεξοχήν συντηρητική πολιτική δύναμη, που υπερασπίζεται το παλιό μοντέλο, που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με πολύ σοβαρά προβλήματα (συγκεντρωτική παραγωγή, ρύπανση, συνεισφορά στην υποβάθμιση της υγείας αλλά και στην αλλαγή του κλίματος, έλεγχος από κομματικά συστήματα).
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης θα μπορούσε να ήταν μια καλή ευκαιρία για να παρουσιάσουν ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, το ΚΚΕ, οι ΑΝΕΛ, το ΠΟΤΑΜΙ το δικό τους, διαφορετικό – αν έχουν - ενεργειακό σχέδιο, και να πείσουν για αυτό. Υπάρχει, όμως, ένα τέτοιο σχέδιο; Φοβάμαι ότι κανένα από τα κόμματα δεν έχει μια ολοκληρωμένη πρόταση αλλά κινείται με βάση επικοινωνιακούς σχεδιασμούς ή τακτικισμούς.
Η αλλαγή ενεργειακού μοντέλου
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, όταν αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μια μεγάλη κρατική εταιρία παραγωγής ενέργειας υπήρχαν κάπου 415 μικρές ή μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής ενέργειας με ιδιοκτήτες έλληνες και ξένους. Τότε το οικονομικό και τεχνολογικό μοντέλο ανάπτυξης επένδυε στην βαριά βιομηχανία και απαιτούσε συγκεντρωτική παραγωγή και διανομή της ενέργειας, που βασίζονταν κυρίως στον λιγνίτη, το κάρβουνο, το πετρέλαιο. Όμως, όλα αλλάζουν στην οικονομία και στην ενέργεια τις τελευταίες δεκαετίες, κι αναμένεται να αλλάξουν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, τεχνολογικών εξελίξεων και μιας νέας οικονομικής πραγματικότητας. Μιλάμε για ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι μονάδες ενέργειας που βασίζονται στο πετρέλαιο, το κάρβουνο και τον λιγνίτη κλείνουν σταδιακά και αντικαθίστανται από διάχυτα συστήματα παραγωγής ενέργειας από διαφορετικές και τοπικά διαθέσιμες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ μεγάλο μέρος της παραγωγής και της διανομής αλλά και της εξοικονόμησης ενέργειας περνάει σε συνεταιρισμούς, πόλεις, δήμους, πολίτες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Κάποιες κοινωνίες συζητάνε ή έχουν δρομολογήσει την λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση», την σταδιακή αλλά πλήρη έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια [2] αλλά και την αποκεντρωμένη παραγωγή και διανομή ενέργειας. Το Βέλγιο, για παράδειγμα, που άλλοτε ήταν κέντρο προσέλευσης μεταναστών από τον ευρωπαϊκό κυρίως νότο, για να δουλέψουν στα ορυχεία κάρβουνου, σήμερα διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο …μουσείων και χώρων ξενάγησης γύρω από την εξόρυξη κάρβουνου. Χώρες όπως η Δανία και Γερμανία έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για σταδιακή έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ μέχρι το 2050 ο ενεργειακός σχεδιασμός της ΕΕ προβλέπει μείωση των εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα κατά 80-95%. Στη Γερμανία πάνω 2.000.000 είναι οι παραγωγοί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – νοικοκυριά, αγρότες, ενεργειακοί συνεταιρισμοί, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όχι οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως θα πίστευε κάποιος [3]. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 2.400 ενεργειακοί συνεταιρισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ καθημερινά δημιουργούνται νέοι [4]. Ακόμα και στις ΗΠΑ για πρώτη φορά προωθείται από τον πρόεδρο Μπ. Ομπάμα ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μείωσης κατά 30% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις μονάδες κάρβουνου [5], [6] ενώ συντελούνται σημαντικές αλλαγές και στην βάση της αμερικάνικης κοινωνίας, κάποτε αδιανόητες, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η αποφυγή χρήσης ΙΧ αυτοκινήτου, η στροφή στην πράσινη ενέργεια [7].
Ένα τρίτο, εναλλακτικό ενεργειακό μοντέλο, οικολογικό, κοινωνικό, ισορροπημένο
Τόσο η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της πολιτικής για την ενέργεια που ακολουθείται στη χώρα μας από την σημερινή κυβερνητική συνεργασία, όσο και η εκδοχή του κρατικά ελεγχόμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής της ενέργειας (που εκφράζεται από το σύνολο της σημερινής αντιπολίτευσης) είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος μιας αποτυχημένης πολιτικής που στρέφει τη συζήτηση σε διλήμματα του παρελθόντος, αντί να προωθεί οικολογικά και κοινωνικά καινοτόμες πολιτικές, αξιολογώντας τις εξελίξεις σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, προσαρμόζοντας τα υπάρχοντα καλά παραδείγματα στις ελληνικές συνθήκες.
Η δική μας πρόταση [8] αφορά σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο που θα είχε ταυτοχρόνως ευνοϊκές επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην οικονομία, στην απασχόληση και στα δημόσια οικονομικά. Αφορά στηδημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων μικρών “ΔΕΗ” από δήμους, πολίτες, συνεταιρισμούς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα παράγουν, όμως, την ενέργεια αποκλειστικά από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κατά βάση αποκεντρωμένα, ενισχύοντας έτσι την ενεργειακή μετάβαση και συμμετέχοντας σε μια παγκόσμια ειρηνική ενεργειακή επανάσταση. Αλλά και στην ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου διάθεσης της ενέργειας μέσω των λεγόμενων «έξυπνων δικτύων» (smartgrids), που προσφέρουν λύσεις για αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, εξισορρόπηση της ένταξης της ενέργειας από τις ανανεώσιμες πηγές στα δίκτυα αλλά και βελτιστοποίηση της χρήσης ενέργειας, αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας, καθώς και κατανάλωση αποκλειστικά παραγόμενης τοπικά ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέσω της δημιουργίας μικρομεσαίων αλλά και συνεταιριστικών κοινωνικών επιχειρήσεων.
Ο λιγνίτης είναι μια πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, παραγωγικό πλαίσιο. Σήμερα είμαστε αναγκασμένοι για πολλούς λόγους να περάσουμε σε ένα άλλο ενεργειακό μοντέλο. ΔΕΝ είμαστε υποχρεωμένοι να πουλήσουμε μέρος των λιγνιτορυχείων και των λιγνιτικών μονάδων σε ένα ισχυρό ενεργειακό παίχτη.
Να προετοιμάσουμε την ενεργειακή και οικονομική μετάβαση
Η μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή εποχή θα αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που παράγεται ή διανέμεται η ενέργεια αλλά και την ζωή και την εργασία χιλιάδων ανθρώπων. Επομένως θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη ώστε να βοηθήσει όλους να ζήσουν καλύτερα, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εργαζόμενοι σήμερα στη ΔΕΗ, στα ορυχεία, στον κύκλο των ορυκτών καυσίμων. Είναι απαραίτητο ένα κίνημα από τη βάση της κοινωνίας και στην Ελλάδα που θα στηρίξει πραγματικά την «ενεργειακή μετάβαση» στη χώρα μας. Ένα κίνημα ενεργειακής μετάβασης πρέπει να συνεργαστεί με τους φορείς περιοχών που σήμερα εξαρτώνται από τον λιγνίτη και να ανοίξει ουσιαστικό διάλογο για ένα στρατηγικό σχεδιασμό που θα αφορά και στην οικονομική μετάβαση περιοχών, όπως η Δυτ. Μακεδονία, που εξαρτώνται σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τον λιγνίτη αλλά και στη δημιουργία θέσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων, ώστε να μην μείνουν άνεργοι λόγω της μετάβασης σε μια νέα ενεργειακή εποχή.
Η μετάβαση δεν θα γίνει σε μια νύχτα, αλλά από την άλλη όσο περνάνε τα χρόνια χωρίς να σχεδιάζονται οι κατάλληλες πολιτικές και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, τόσο οι αλλαγές θα είναι πιο απότομες, και θα αλλάζουν βίαια τη ζωή των ανθρώπων. Η υπεράσπιση, λοιπόν, του λιγνίτη και της κεντρικά ελεγχόμενης, παραγόμενης και διανεμόμενης ενέργειας είναι ανιστόρητη, έστω κι αν χρησιμοποιεί «φιλολαϊκά» επιχειρήματα. Μπορεί να καθυστερήσει την προετοιμασία της ενεργειακής μετάβασης και να αφήσει τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες απροετοίμαστες για την νέα εποχή που είναι πλέον εδώ, ότι έγινε δηλαδή και με το υπερβολικό χρέος, την χρεοκοπία της χώρας, την διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος και της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Έχουμε ανάλογα ιστορικά παραδείγματα, περιοχές που δεν προετοιμάστηκαν για την εγκατάλειψη των ορυχείων κάρβουνου και των μονάδων παραγωγής ενέργειας από το κάρβουνο, και έζησαν την βίαιη κατάρρευση. Από την άλλη έχουμε και καλά παραδείγματα, περιοχές που προετοίμασαν την μετάβαση στη νέα εποχή. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι εργαζόμενοι στα λιγνιτορυχεία και στη ΔΕΗ, η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία των πολιτών να αξιοποιήσουν διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης για την σταδιακή και κοινωνικά ισορροπημένη μετάβαση στη νέα εποχή.
Υπερασπίστηκα ως εισηγητής εκ μέρους των Πράσινων τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Συνοχής η αποκατάσταση ορυχείων, η εξοικονόμηση ενέργειας και η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στις κατοικίες.. Είναι εφικτή, λοιπόν, η μετάβαση και των λιγνιτικών περιοχών σε μια νέα εποχή, αξιοποιώντας την προϋπάρχουσα εμπειρία και καλές πρακτικές από το Βέλγιο και τη Γερμανία που προετοίμασαν την μετάβαση.
Από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης μπορεί επίσης να υποστηριχθεί η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης της περιοχής από το μοντέλο του λιγνίτη προς την εποχή της αποτελεσματικής χρήσης της ενέργειας, καθώς και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης της δυνατότητας παραγωγής ενέργειας αξιοποιώντας την γεωθερμία από τις πολλές στοές των λιγνιτορυχείων [9]
Παραπομπές:
[1] http://www.chrysogelos.gr/index.php/2012-01-26-17-17-39-594/deltia-typou/item/3760-energy-revolution
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Energy_transition
[3] http://www.energiegenossenschaften-gruenden.de/hintergrund.html
[4] http://www.rescoop.eu/rescoop-map
[5] http://ecowatch.com/2014/06/02/obama-epa-carbon-climate-change/
[6] http://time.com/2806697/obama-epa-coal-carbon/
[7] EarthPolicyInstitute, LesterBrown, ομιλία του Ευρωκοινοβούλιο, Ιούνιος 2014
[8] http://www.chrysogelos.gr/images/files/Docs/energy%20GE.pdf
[9] http://www.chrysogelos.gr/images/files/Docs/greening%20GE.pdf