Συνέντευξη του Dritan Abazovic στη Βασιλική Γραμματικογιαννη

Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών“.

Dritan Abazovic. Κατάγεται από μια μικρή κωμόπολη από το Νότο του Μαυροβουνίου. Το όραμα των γονιών ήταν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί. Τα αδέλφια του συμμορφώθηκαν. Εκείνος όχι, αφού από την εποχή ήδη του Γυμνασίου τον είχε κερδίσει ο κινηματικός αγώνας. Ήταν η περίοδος μετά τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία και η προώθηση της ειρήνης και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η ανάγκη για εθνική συμφιλίωση προείχε της επαγγελματικής αποκατάστασης. Αυτή ήταν όμως και η αρχή μιας πολιτικής καριέρας που οδήγησε στην πρωθυπουργία της χώρας”.

 

Ο λόγος για τον Dritan Abazovic τον νεοεκλεγέντα πράσινο πρωθυπουργό του Μαυροβουνίου που προσπαθεί να συνδυάσει την Πολιτική Θεωρία με την έρευνα και την επιστήμη προκειμένου να κρατήσει ζωντανή την διανοητική του υγεία, όπως χαρακτηριστικά μου είπε, αφού “η πολιτική δημιουργεί μόλυνση στο μυαλό του ανθρώπου”. Για να διατηρήσει την πνευματική του υγεία στον ελεύθερο χρόνο του γράφει βιβλία. “Έχω γράψει ήδη ένα βιβλίο με τον τίτλο “cosmopolitan culture – global justice” και τώρα ετοιμάζω το δεύτερο, το οποίο αφορά την φιλοσοφία και την παγκόσμια ηθική” θα μου πει, και εγώ δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό και να τον ρωτήσω…

  1. Μπορεί η φιλοσοφία να ενταχθεί στην πολιτική ώστε να αλλάξει και η κοινωνία αλλά και η ποιότητα των ανθρώπων που μπαίνουν στην πολιτική;

Dritan Abazovic: Από την προσωπική μου εμπειρία στο Μαυροβούνιο όλοι προσπαθούν να αναμειχθούν με κάποιο τρόπο στη πολιτική. Οι άνθρωποι πάντα συζητούν για θέματα πολιτικής και αυτό προκαλεί μεγάλη σύγχυση. Νομίζω  ότι η πολιτική αποτελεί ένα μέρος της ζωής μας που χρειάζεται να προχωρά από ανθρώπους οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη διαδικασία. Δεν είναι η εποχή για πειραματιστούς. Είναι καλό ο κάθε πολίτης να έχει επαφή και να ασχολείται με την πολιτική, αλλά δυστυχώς στο τέλος αυτό που βλέπουμε είναι να επικρατεί πολύ αμάθεια και πολύ συναίσθημα. Πολλές φορές παίρνουμε αποφάσεις που δεν στηρίζονται στη λογική επειδή εμπλεκόμαστε στη πολιτική με πολύ συναισθηματισμό. Επίσης, αρκετοί ενώ δεν έχουν καμία εξειδίκευση ωστόσο διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τι είναι πολιτικό και τι είναι κοινωνικό. Για μένα αυτά είναι αδιαχώριστα και όχι θέμα προτιμήσεων.

Και στην Ελλάδα λίγο έως πολύ ισχύει ο ίδιος “πολιτικός πρωτογονισμός”. Πολλές άσκοπες συζητήσεις και όλοι έχουν απόψεις για τις λύσεις σε μεγάλα θέματα όπως ο πόλεμος, το περιβάλλον και είναι έτοιμοι μάλιστα να επιτεθούν σε όποιον εισάγει νέες ιδέες.

Πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να εξηγήσουμε ότι η πολιτική δεν συνδέεται μόνο με αρνητικά όπως είναι η διαφθορά.

Η πολιτική θα πρέπει να συνδεθεί με έξυπνους ανθρώπους, ειλικρινείς, μετριόφρονες, οι οποίοι θέλουν να εργαστούν σε αυτόν τον τομέα και να προωθήσουν στ’ αλήθεια κάτι καινούργιο. Αυτό είναι απαραίτητο.

Στις Βαλκανικές χώρες υπάρχει η αντίληψη ότι όποιος βρίσκεται στην πολιτική είναι διεφθαρμένος και ελέγχεται από τη μαφία. Η δυσπιστία αυτή είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.

 

2. Εκλεγήκατε σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα σας με πολλά ζητήματα διαφθοράς, αυταρχισμού και παρακολουθήσεων. Πως θυμάστε εκείνες τις μέρες σήμερα;

Κάθε περίοδος έχει τις δυσκολίες της. Οι πολίτες και οι πολιτικοί κάνουν τις περιόδους δύσκολες και δεν φοβάμαι τις δυσκολίες υπό την έννοια ότι οι πολίτες αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για να διεκδικήσουν ότι πραγματικά πιστεύουν. Όταν οι πολίτες αφιερώνουν το χρόνο και την ενέργεια τους για ιερούς σκοπούς τότε είμαι αισιόδοξος ότι στο τέλος θα πετύχουν. Αυτό έγινε και στο Μαυροβούνιο γεγονός που καθιστά τη χώρα πρότυπο προς μίμηση για όλη την Ευρώπη.

Επιλέξαμε για πρωθυπουργό άνθρωπο που προέρχεται από μειονότητα. Αυτό είναι παράδειγμα για κάθε δημοκρατικό κράτος στο κόσμο. Επιπλέον είναι πρωτοποριακό ότι εκλέξαμε πράσινο πρωθυπουργό. Στο Σύνταγμα μας υπάρχει άρθρο για την προστασία του περιβάλλοντος εδώ και 30 χρόνια. Τώρα δεν θα μείνουν λόγια γραμμένα αλλά θα γίνουν πράξη. Νομίζω ότι κάθε χώρα στο εξής θα βελτιώσει και θα προαγάγει ανάλογη κουλτούρα.

3. Όταν εκλεγήκατε είπατε ότι θέλετε να δείτε το Μαυροβούνιο να μετατρέπεται σε μια οικολογική δημοκρατία. Θα θέλατε να μου πείτε τι ακριβώς έχετε στο μυαλό σας? Πως απαντάται στα σχέδια σας?

Ναι είναι αλήθεια ότι χρειάζεται να δουλέψουμε σκληρά για λύσουμε κάποια θέματα στο Μαυροβούνιο. Οι προτεραιότητες μας είναι να επιλύσουμε τουλάχιστον τρία σημαντικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η ενεργειακή μετάβαση με ηλιακή και αιολική ενέργεια. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά πάνελ θα προωθηθεί καθώς παραπάνω από τις μισές πόλεις μας απολαμβάνουν 200-250 ημέρες ηλιοφάνειας όλο το χρόνο. Πιστεύω ότι είναι ιδανικές συνθήκες για να γίνουν αυτό που ονομάζουμε “ηλιακές πόλεις” και είμαστε ένθερμοι υποστηρικτές αυτής της μετάβασης. Αυτό θα δημιουργήσει κοινωνική δικαιοσύνη και ασφάλεια.

 

Τέλος θέλουμε το άρθρο για την προστασία του περιβάλλοντος που υπάρχει στο Σύνταγμα να επιφέρει ορατά αποτελέσματα στην κοινωνία σε όλους τους τομείς.

4. Πως αξιολογείται την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η Ευρώπη;

Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, ειδικά αν το συνδέσουμε με το πόλεμο στην Ουκρανία, στο Μαυροβούνιο μας αναστατώνει και μας κάνει να νιώθουμε άβολα επειδή είμαστε μικρή χώρα και ζούμε σε ένα μέρος του κόσμου που είχε πολλά προβλήματα στο παρελθόν. Ωστόσο πιστεύω ότι αυτή η κρίση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία. Ευκαιρία να κατανοήσουμε ότι οι προηγούμενες πολιτικές ήταν αναποτελεσματικές και ότι είναι ανάγκη να εργαστούμε περισσότερο για τη διεύρυνση της ΕΕ. Να εργαστούμε για το πως θα μπορέσουμε να εντάξουμε τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ όσο το δυνατόν συντομότερα γιατί πιστεύω ότι θα είναι το καλύτερο για το συμφέρον και των δυο πλευρών. Γιατί αν δεν ολοκληρώσουμε την ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα λύσουμε ποτέ και τα θέματα ασφάλειας στην Ευρώπη. Όσο δεν προχωράμε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο θα δίνουμε τη δυνατότητα αρνητικών επιρροών από τρίτα μέρη. Είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να διατηρήσει ζωντανή τη διεύρυνση.

Η σημερινή άσχημη κατάσταση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για ενότητα και αλληλεγγύη. Ελπίζω ότι όλοι μαζί θα δουλέψουμε για να μην χαθεί αυτή η ευκαιρία.

 

5. Στην ομιλία σας στο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος είπατε ότι τα πάντα είναι δυνατά με επιμονή και σκληρή δουλειά. Μιλάτε φυσικά από την εμπειρία σας. Θα θέλατε να μας πείτε μερικά πράγματα γι αυτό και τι μήνυμα θα στέλνατε στους Έλληνες Πράσινους;

Ναι αυτό που λέτε ισχύει. Για τον καθένα που πιστεύει στις ιδέες του όλα είναι εφικτά. Δεν έχει σημασία αν είσαι ένα πολύ μικρό κόμμα ή μια μικρή επιχείρηση. Εμείς ξεκινήσαμε χωρίς καμμία πηγή εσόδων και χωρίς πολλά άτομα. Είχαμε όμως το όραμα να προωθήσουμε την ιδέα της βιωσιμότητας στο Μαυροβούνιο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, έγινα Πρόεδρος του κόμματος μου και ξεκίνησα το άνοιγμα προς την κοινωνία αλλά και τα άλλα πολιτικά κόμματα. Καταφέραμε κάτι το αδιανόητο αφού κανείς δεν πίστευε ότι θα γινόμασταν μέρος της πολιτικής ζωής του Μαυροβουνίου. Πόσο μάλλον Κυβέρνηση. 

Πιστεύω ότι αποτελούμε ένα καλό παράδειγμα για όλους και όχι μόνο για τους Έλληνες Πράσινους. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνω σε όλα τα Πράσινα κόμματα στην Ευρώπη.

 

6. Τέλος θα ήθελα να σας ρωτήσω αν πιστεύετε ότι οι πράσινες πολιτικές και οι συνεργασίες στα Βαλκάνια μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο ώστε τα Βαλκάνια από μια περιοχή συγκρούσεων να μετατραπούν σε μια περιοχή ειρήνης, συνεργασίας και ανεκτικότητας.

Νομίζω ότι οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ παρέχουν άλλη μια ευκαιρία η οποία είναι αδύνατο να βρεθεί σε άλλα πολιτικά σχήματα. Οι άνθρωποι πολλές φορές έρχονται κοντά έστω και αν προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, είτε είναι αριστεροί ή δεξιοί, αναρχικοί ή εθνικιστές. Όταν πρόκειται για την προστασία ενός ποταμού, μιας λίμνης ή μιας ακτής, για τη διαχείριση του νερού, για την προστασία τους δάσους, για ό,τι τέλος πάντων παρουσιάζει οικολογικό ενδιαφέρον, οι άνθρωποι ξεπερνούν τις διαφορές τους και είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν.

Αυτό είναι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των ΠΡΑΣΙΝΩΝ το οποίο μπορεί να έχει εφαρμογή και στη συνένωση των Δυτικών Βαλκανίων. Ίσως αν ξεκινήσουμε αυτού του είδους τα θέματα και δεν πάμε κατευθείαν στα καυτά πολιτικά και συγκινησιακά ζητήματα που μας βασανίζουν από το παρελθόν, τότε μπορούμε να βρούμε κοινό τόπο και να συνεργαστούμε. Αυτό είναι μια καλή ιδέα που λειτουργεί προς τον συμφέρον των λαών των Βαλκανίων.

                                                                                                                                                        Του Νίκου Χρυσόγελου

Πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων,

Συμπρόεδρος των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

@chrysogelos

www.chrysogelos.gr

 

To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 19.1.2019 στο TVXS https://tvxs.gr/news/ellada/makedoniko-ena-problima-poy-anazita-lyseis-alla-gkremizei-karieres 

Όταν τον Μάιο 2013 ως ευρωβουλευτής των Πράσινων είχα υπερψηφίσει, έστω με μερικές επιφυλάξεις, την ‘Έκθεση του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, κρίνοντας ότι ήταν μια καλή βάση για την επίλυση του προβλήματος, αρκετοί μου επιτέθηκαν. Τότε ήμουν ο μόνος Έλληνας ευρωβουλευτής που τόλμησε να τοποθετηθεί θετικά σε ένα ψήφισμα που κατά τα άλλα ήταν πολύ υποστηρικτικό στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας δίκαιας και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ αλλά και της εξάλειψης των εθνικισμών και του αλυτρωτισμού. Ορισμένοι έλληνες συνάδελφοι (που εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας) δεν τόλμησαν τότε να υπερψηφίσουν, φοβούμενοι τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Ήξεραν, όμως, ότι δεν μπορούσαν να πείσουν τους υπόλοιπους ευρωβουλευτές για τα ανορθολογικά επιχειρήματα του πολιτικού κόσμου μας για το θέμα. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν χαρακτηριστικό: 505 υπέρ, 61 κατά, 14 λευκά. Ήμουν, όμως, ο μόνος έλληνας ευρωβουλευτής ανάμεσα στους 505 που την είχε υπερψηφίσει γιατί ήταν ένα εν δυνάμει εργαλείο για την δίκαιη επίλυση του προβλήματος μέσα από έναν συμβιβασμό.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην διακοινοβουλευτική συνάντηση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κοινοβουλίου ΠΓΔΜ που πραγματοποιήθηκε 22 και 23 Μαΐου 2013 στο Στρασβούργο, το κείμενο συμπερασμάτων υπερψηφίστηκε ομόφωνα από όλους τους ευρωβουλευτές (Έλληνες και ξένους) όλων των πολιτικών ομάδων και τους βουλευτές της ΠΓΔΜ που συμμετείχαν. Στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν αρκετοί Έλληνες ευρωβουλευτές, μεταξύ των οποίων και εγώ (ως εισηγητής για θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος). "Η για πρώτη φορά ομόφωνη ψήφιση κειμένου δείχνει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν, κάτω από ορισμένες συνθήκες και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, πνεύμα καλής θέλησης και πρωτοβουλίες για πραγματική επίλυση των διαφορών" είχα δηλώσει τότε.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα ένα τόσο κεντρικό θέμα - που έχει ρίζες πίσω στον 19ο αιώνα, όταν γίνονταν προσπάθεια συγκρότησης κρατών στη βάση εθνικών μύθων και καθαρότητας - αντιμετωπίστηκε με προχειρότητα και συχνά με καιροσκοπισμό. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν έχουμε εκπλαγεί, λοιπόν, από την μικροκομματική διαχείριση του «Μακεδονικού» και σήμερα. Είναι ένα θέμα που κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με πολλά στοιχεία ανορθολογικότητας και εθνικιστικών υπερβολών και στην γειτονική και στην δική μας χώρα. Γρήγορα περιθωριακές ομάδες και πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν εκλογικά εκμεταλλευόμενοι το θυμικό των πολιτών και την απουσία μιας σοβαρής, ψύχραιμης και τεκμηριωμένης πολιτικής συζήτησης.

Μια αντιπαράθεση με …ιστορία

Το «Μακεδονικό» έπρεπε να έχει λυθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πριν οι δύο κοινωνίες μπολιαστούν με εθνικιστικές υπερβολές που δεν διευκολύνουν την υιοθέτηση μιας έντιμης και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης.

Ένας συμβιβασμός δεν είναι ποτέ τέλειος. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι είναι η μόνη δυνατότητα επίλυσης τόσο πολύπλοκων θεμάτων, όπως η ονομασία μιας χώρας που μοιράζεται μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής χωρίς, με το όνομά της και τον εθνικό της μύθο, να διεκδικεί μοναδικότητα στον γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Ένας έντιμος συμβιβασμός σε αυτό το θέμα δεν πρέπει ν’ αφήνει κάποια από τις κοινωνίες με την αίσθηση της ήττας και της ταπείνωσης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι σταθεροποιητικός μακροχρόνια.

Η Συμφωνία για την εξεύρεση μια συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι στα (λίγα) θετικά της διακυβέρνησης Α. Τσίπρα (με την καθοριστική όμως υποστήριξη των Ευρωπαίων και των Αμερικανών). Αλλά αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν ο Ζάεφ δεν άλλαζε τους συσχετισμούς.

Δυστυχώς, η Ελλάδα έκανε αργά στροφή από τον ακραίο λαϊκισμό κι εθνικισμό του «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» στον ρεαλισμό της σύνθετης ονομασίας, όταν όμως κυριαρχούσε πλέον ο Γκρουέφσκι στην γειτονική χώρα. Η χώρα μας είχε χάσει την ευκαιρία για μια ισορροπημένη λύση που προσέφερε το Πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Έτσι μέχρι πρόσφατα ήταν αδύνατη η συζήτηση για έναν έντιμο συμβιβασμό.

Ευτυχώς που σήμερα ένας ευρωπαϊκά προσανατολισμένος πολιτικός όπως ο Ζάεφ κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανατρέψει μια κατάσταση που έμοιαζε μη αναστρέψιμη, αξιοποιώντας το χαρτί της ευρωπαϊκής κι ευρω-ατλαντικής προοπτικής της χώρας, ακριβώς αυτό που μια χούφτα άνθρωποι είχαμε υποστηρίξει ξεκάθαρα και στην Ελλάδα, έστω κι αν πολλοί μας επιτέθηκαν άγρια.

Αν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ήμασταν στην ελληνική Βουλή, θα ψηφίζαμε έστω και με μια κριτική προσέγγιση την συμφωνία, χωρίς αυτό να υπονοούσε ή να έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στη σημερινή κυβέρνηση, γιατί είμαστε μια πολιτική δύναμη που μπορεί να προωθεί πολιτικές και να τοποθετείται με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας, να συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων έχοντας μια στρατηγική αυτόνομης πολιτικής πορείας, όχι συνιστώσας σε κάποιο κόμμα.

Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης για ανιστόρητες θέσεις

Όλος αυτός ο παραλογισμός που κυριαρχεί αυτόν τον καιρό αποδεικνύει την παρακμή του πολιτικού μας συστήματος. Η στάση της αντιπολίτευσης είναι ακατανόητη, ιδιαίτερα όταν έχει διαχειριστεί στο παρελθόν πλευρές της υπόθεσης και δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο παρά το εμπάργκο, τις καταγγελίες και κάθε είδους προσπάθεια που κατέβαλε (1).

Η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι επίσημη, δημόσια καταγεγραμμένη στον ΟΗΕ ήδη από το 1945. Είναι σημαντικό ότι στην συμφωνία διευκρινίζεται ότι έχει σλαβικές ρίζες. Το Ελληνικό κράτος έχει, όμως, εκδώσει σχετικό βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να διδάσκεται στα σχολεία, ενώ σημαντικοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμα και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς αναφέρονται σε μια …γλώσσα «που μιλούσαν οι ντόπιοι».

Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η αντιπολίτευση στο θέμα ισχυριζόμενη ότι «παραχωρήθηκε η Μακεδονική γλώσσα», όταν οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν φυσικά μια τέτοια γλώσσα;

Πώς είναι δυνατόν 25 και χρόνια μετά, να επανέρχονται πολιτικές δυνάμεις στην ισοπεδωτική και ζημιογόνα για τη χώρα άρνηση μιας συμβιβαστικής λύσης;

Πώς είναι δυνατόν αντί να επιλύσουμε το ζήτημα να κινδυνεύουμε να πέσουμε σε βαθύ διχασμό με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης;

Οι ευθύνες της κυβέρνησης για την διαχείριση με μικρότητα ενός μεγάλου θέματος

Παρά την θαρραλέα στάση προώθησης συμβιβασμού στο θέμα, που πρέπει κανείς να του αναγνωρίσει, η διαχείριση της υπόθεσης από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα είχε το στοιχείο της μικροκομματικής τακτικής. Αντί να επιδιώξει μια ευρεία συμμαχία που θα στήριζε στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την συμβιβαστική λύση, για την οποία δεν είχαν στο ελάχιστο προετοιμαστεί οι πολίτες, διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο ώστε να προκαλέσει διχασμό στην αντιπολίτευση και βαθιά πόλωση. Θα μπορούσε να καλέσει τα δημοκρατικά κόμματα και να διαμορφώσει μια ευρεία συμμαχία ώστε να ενημερωθεί σωστά και η κοινωνία. Να προσκαλέσει σε ουσιαστικό διάλογο χωρίς επιθετικές κορώνες φορείς και κόμματα ώστε να αναλυθούν τα θέματα αλλά και τα αντιμετωπιστούν τα στερεότυπα κάθε πλευράς. Υπάρχουν τόσα άλλα θέματα στα οποία υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση, δεν υπήρχε λόγος σε ένα τόσο δύσκολο θέμα να ανοίξει ο πρωθυπουργός μέτωπο αντιπαράθεσης. Στο ζήτημα αυτό έπρεπε να εξασφαλίσει ευρύτατη πολιτική και κοινωνική υποστήριξη. Ενώ η πρωτοβουλία επίλυσης ήταν σωστή, η κυβέρνηση την διαχειρίστηκε με μικρο-κομματική αντίληψη.

Οι τακτικισμοί αυτοί δεν συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σε άλλα θέματα. Αυτοί οι τακτικισμοί είναι που μετέτρεψαν έναν ψεκασμένο (Καμμένος) σε "πολιτικό αρχηγό" που μπορούσε να καθορίζει πολιτικές εξελίξεις. Η πολιτική των τακτικισμών είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί στην πραγματικότητα, για χάρη του Π. Καμμένου, ο Υπουργός Εξωτερικών που χειρίστηκε το θέμα, ο οποίος (Καμμένος) έφυγε τώρα από την κυβέρνηση και σηκώνει τη σημαία της «πατριωτικής ανταρσίας, της απόρριψης της Συμφωνίας και της κατεδάφισης της κυβέρνησης (στην οποία συμμετείχε μέχρι πριν από λίγες ημέρες). Θα έλεγε κάποιος ότι πλέον οι γελοιογράφοι δεν μπορούν να σκεφθούν κάτι πιο αστείο από την σημερινή πολιτική πραγματικότητα!

Είναι δίκαιη η συμβιβαστική λύση για την δική μας πλευρά;

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι όπως και κάθε συμβιβασμός, έτσι και η Συμφωνία των Πρεσπών και οι τροπολογίες στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, αποτελούν μια σχετικά ικανοποιητική βάση επίλυσης μιας μακροχρόνιας και συναισθηματικά φορτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Η αλλαγή του ονόματος σε Βόρεια Μακεδονία και η υιοθέτηση από μια μεγάλη πλειοψηφία 81 βουλευτών των αλλαγών άρθρων του Συντάγματος που περιορίζουν δραστικά θέματα «αρχαιοποίησης» κι εκμετάλλευσης της ιστορίας αλλά κι αλυτρωτισμού, αν και σήμερα θεωρούνται «δεδομένα», έμοιαζαν μακρινά όνειρα μερικά χρόνια πριν.

Στα Βαλκάνια όπου κυριαρχούν ακόμα οι εθνικισμοί, ο Ζάεφ κατάφερε να διαλύσει στην πραγματικότητα το πανίσχυρο κάποτε - χάρη και στους δικούς μας ...εθνικιστές - VMRO, το εθνικιστικό κόμμα που απέδειξε ότι ο εθνικισμός είναι ένα καλό εργαλείο πλουτισμού ορισμένων. Θυμίζουμε ότι ο πρώην αρχηγός του κατηγορείται ότι πήρε μίζες από όλη αυτή την γελοιότητα με τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου. Όμως, αυτός ο φυγόδικος, πλέον, πολιτικός που αξιοποίησε στο έπακρο τα λάθη μας και τα εθνικιστικά συνθήματα («η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική») για να κυριαρχεί επί μακρόν στη χώρα του, είχε μια πολύ σκληρή εθνικιστική στάση, όπως γνωρίζουν καλά και οι έλληνες πολιτικοί που βρέθηκαν απέναντί του, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ακόμα και όταν του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα.

Το μπαλάκι είναι τώρα στην ελληνική πλευρά. Έχουμε φτάσαμε κοντά σε μια σχετικά ισορροπημένη συμφωνία. Τώρα είναι η ώρα των επιλογών. Είτε θα χαράξουμε μια νέα στρατηγική για να κατοχυρώσουμε τα «κεκτημένα» και να συνεργαστούμε μακροπρόθεσμα ώστε να εξαλειφθούν οι όποιες εθνικιστικές ανοησίες στην γειτονική χώρα μέσω της αλληλο-γνωριμίας και του αμοιβαίου σεβασμού, είτε θα απορρίψουμε τη Συμφωνία με ότι κινδύνους συνεπάγεται αυτό.

Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία των Πρεσπών; Πιθανόν, αν είχαμε αποδεχθεί το Πακέτο Πινέιρο το 1992 πριν συμβούν όσα συνέβησαν από τότε, πριν ξεκινήσει η εθνικιστική υστερία στην γειτονική χώρα. Αλλά τότε, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας αδυνατούσε να δει ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας μας, και παρασύρονταν σε μια εθνικιστική υστερία που αδυνατούσε να κατανοήσει οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος.

Θα μπορούσε η λύση να είναι καλύτερη αν είχαν αξιοποιηθεί ευρωπαϊκά κείμενα και πολιτικές, για παράδειγμα οι εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως η “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ που είχε υπερψηφίσει το Ευρωκοινοβούλιο το 2013.

Θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμφωνία στο θέμα του ονόματος, όπως πχ το Νέα Μακεδονία, ή η γλώσσα να ονομάζονταν «Macedonski”, αντί «Macedonian”.

Οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι επικριτές της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει, όμως, να σκέφτονται πάντα ότι μόλις λίγα χρόνια πριν έμοιαζε απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε συμβιβαστική συμφωνία που θα διασφάλιζε ότι το όνομα της γειτονικής χώρας δεν θα δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δική μας Μακεδονία. Οι ίδιοι οι επικριτές της Συμφωνίας στην δημόσια συζήτηση είχαν επικεντρώσει εδώ και 25 χρόνια κυρίως στο θέμα της ονομασίας ως το σύμβολο του «αλυτρωτισμού», άρα είχαν θεωρήσει δευτερεύοντα άλλα θέματα.

Με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, όχι προς το παρελθόν

Το πιο καθοριστικό ήταν και παραμένει ως ζητούμενο, ο συνδυασμός της συμβιβαστικής λύσης για την ονομασία με μια μακροχρόνια πολιτική καλής γειτονίας, που θα βοηθήσει τη γειτονική χώρα να στραφεί στο μέλλον, αντί να προσπαθεί να συγκροτήσει την ταυτότητά της στη βάση μιας “αρχαιοποίησης” που δεν έχει ιστορική βάση. Και που θα την κάνει καλό εταίρο μας σε μια περιοχή όπου υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων διεθνών παιχτών όπως είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Όσοι ισχυρίζονται ότι μπορούμε ως χώρα να απορρίψουμε την Συμφωνία των Πρεσπών και να διαπραγματευτούμε στο μέλλον μια καλύτερη, κρύβονται πίσω από το δάκτυλο τους. Κάνουν πολιτική χωρίς στοιχειώδη τεκμηρίωση δεδομένων, θεωρούν υλοποιήσιμη μια εξωπραγματική επιθυμία τους, αν και δεν τα κατάφεραν τόσα χρόνια.

Αν δεν “περάσει” η Συμφωνία κατά την ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή, δεν θα υπάρξει καλύτερη λύση στο μέλλον. Και η γειτονική χώρα θα ονομαστεί οριστικά σκέτο «Μακεδονία», ενώ αλυτρωτικές κι εθνικιστικές πολιτικές θα επιστρέψουν πολύ πιο δυνατές. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά το μέλλον μιας χώρας στα σύνορά μας που θα μετατραπεί σε «εχθρό», δεν πρόκειται να την έχουμε ως καλό γείτονα κι εταίρο.

Η συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να έχει μεγάλη κοινωνική και πολιτική υποστήριξη. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ευθύνονται για την ακραία πόλωση. Η ακραία επιχειρηματολογία είτε από την πλευρά της ΠΓΔΜ είτε από την δική μας πλευρά δεν έγινε αποδεκτή ποτέ σε διεθνές επίπεδο. Τα κόμματα έπρεπε να έχουν προετοιμάσει την κοινωνία για τον συμβιβασμό. Έτσι δεν θα κινδύνευαν κι αυτά και κυρίως δεν θα υιοθετούσαν καταστροφικές πολιτικές για τη χώρα από την αγωνία μήπως ξεπεραστούν από εθνικιστικά και ακροδεξιά μορφώματα. Η αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί να βασίζεται σε μια στρατηγική υιοθέτησης του λόγου τους, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να βασίζεται στην ανάδειξη, μέσω δημοκρατικού διαλόγου και επιχειρημάτων, των πραγματικών δεδομένων, στερώντας τους το γόνιμο εδάφος που δημιουργεί ο φόβος και η άγνοια, ότι δηλαδή διευκολύνει την ανάπτυξη των δυνάμεων αυτών.

Με την προϋπόθεση ότι έχουμε ως Ελλάδα μια δυναμική συμμετοχή και ενεργό ρόλο, τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να μετατραπούν από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο πρότυπο συνεργασίας και καλής γειτονίας. Απουσιάζει προς το παρόν μια τέτοια δύναμη από τα Βαλκάνια που θα αλλάξει το παιχνίδι. Θέλουμε και μπορούμε, όμως, ως κοινωνία να παίξουμε αυτόν τον ρόλο για λόγους ειρήνης, καλής γειτονίας, οικονομικής προοπτικής και βιωσιμότητας, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον;

(1) Σημειώσεις:

-  1945: δηλώνεται ως επίσημη γλώσσα της “Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας” η “Μακεδονική. Το ελληνικό κράτος έχει εκδώσει το 1925 το βιβλίο “ABECEDAR” για την διδασκαλία της γλώσσας σε “ντόπιους”.

- Ο Κ. Καραμανλής υπογράφει στις 18 Ιουνίου 1959, διακρατική συμφωνία με την τότε Γιουγκοσλαβία, όπου αναφέρεται και η "Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας".

- 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς συνυπογράφει ως υπουργός εξωτερικών την απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την διαδοχή της από τις Δημοκρατίες, ενώ εκδίδεται και ο Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 3567/91, όπου αναγνωρίζεται η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και αναφέρονται ρητά τα κράτη που δημιουργούνται, μεταξύ άλλων η "Δημοκρατία της Μακεδονίας", 

(ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 3567/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Δεκεμβρίου 1991
περί του καθεστώτος που εφαρμόζεται στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής των Δημοκρατιών
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Μακεδονίας και της Σλοβενίας" 

  • Η γλώσσα της ΠΓΔΜ συζητήθηκε και στην 3η Συνδιάσκεψη για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων (111/16 National Standardization), που πραγματοποιήθηκε την Αθήνα το 1977 έστω και για προχωρήσει για λόγους τυποποίησης (standardization) ο μεταγραμματισμός των γεωγραφικών ονομάτων (transliteration) με λατινικά γράμματα βάσει συστημάτων μεταγραμματισμού. Στην Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζεται ότι “η γλώσσα αυτή ανήκει στην ομάδα των νοτιο-σλαβικών γλωσσών”

(2) Χάρτες με την "Μακεδονία" σε διαφορετικούς χρόνους

 

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν έχουμε εκπλαγεί από την μικροκομματική διαχείριση του «Μακεδονικού», ενός θέματος που έχει ρίζες πίσω στον 19ο αιώνα, όταν γίνονταν προσπάθεια συγκρότησης κρατών στη βάση εθνικών μύθων και καθαρότητας. Είναι ένα θέμα που κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με πολλά στοιχεία ανορθολογικότητας και εθνικιστικών υπερβολών και στην δική μας χώρα και στην γειτονική. Γρήγορα περιθωριακές ομάδες και πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν εκλογικά εκμεταλλευόμενοι το θυμικό των πολιτών και την απουσία μιας σοβαρής, ψύχραιμης και τεκμηριωμένης πολιτικής συζήτησης.

Μια αντιπαράθεση με …ιστορία

Το «Μακεδονικό» έπρεπε να έχει λυθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πριν οι κοινωνίες μπολιαστούν με εθνικιστικές υπερβολές που δεν διευκολύνουν την υιοθέτηση  μιας έντιμης και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης. Ένας συμβιβασμός δεν είναι ποτέ τέλειος. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι είναι η μόνη δυνατότητα επίλυσης τόσο πολύπλοκων θεμάτων, όπως η ονομασία μιας χώρας που μοιράζεται μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής χωρίς με το όνομά της και τον εθνικό της μύθο να διεκδικεί μοναδικότητα στον γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Ένας έντιμος συμβιβασμός σε αυτό το θέμα δεν πρέπει ν’ αφήνει κάποια από τις κοινωνίες με την αίσθηση της ήττας και της ταπείνωσης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση - αν δεν είναι ισορροπημένος δηλαδή -  δεν θα είναι σταθεροποιητικός μακροχρόνια.

Η Συμφωνία για την εξεύρεση μια συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι στα (λίγα) θετικά της διακυβέρνησης Τσίπρα (με την καθοριστική όμως υποστήριξη των Ευρωπαίων και των Αμερικανών). Αλλά αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν ο Ζάεφ δεν άλλαζε τους συσχετισμούς. Δυστυχώς, η Ελλάδα έκανε αργά στροφή στον ρεαλισμό, όταν κυριαρχούσε πλέον ο Γκρουέφσκι. Είχε χάσει την ευκαιρία για μια ισορροπημένη λύση που προσέφερε το Πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90.  Ευτυχώς που ένας πολιτικός όπως ο Ζάεφ κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανατρέψει μια κατάσταση που έμοιαζε μη αναστρέψιμη, αξιοποιώντας το χαρτί της ευρωπαϊκής κι ευρωατλαντικής προοπτικής της χώρας του, ακριβώς αυτό που μια χούφτα άνθρωποι είχαν υποστηρίξει ξεκάθαρα και στην Ελλάδα, έστω κι αν πολλοί τους επιτέθηκαν. Αν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ήμασταν στην ελληνική Βουλή, θα ψηφίζαμε έστω και με μια κριτική προσέγγιση, την συμφωνία, χωρίς αυτό να υπονοούσε ή να έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην σημερινή κυβέρνηση. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είναι μια πολιτική δύναμη που μπορεί να προωθεί πολιτικές και να τοποθετείται με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας, να συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων έχοντας μια στρατηγική αυτόνομης πολιτικής πορείας, όχι συνιστώσας σε κάποιο κόμμα. 

Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης για ανιστόρητες θέσεις

Η στάση της αντιπολίτευσης είναι ακατανόητη, ιδιαίτερα όταν έχει διαχειριστεί στο παρελθόν πλευρές της υπόθεσης και δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο. Η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι επίσημη, δημόσια καταγεγραμμένη στον ΟΗΕ ήδη από το 1945. Είναι σημαντικό ότι στην συμφωνία διευκρινίζετε ότι έχει  σλαβικές ρίζες. Το Ελληνικό κράτος έχει, όμως, εκδώσει σχετικό βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να διδάσκεται στα σχολεία, ενώ σημαντικοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμα και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς αναφέρονται σε μια …γλώσσα «που μιλούσαν οι ντόπιοι». Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η αντιπολίτευση στο θέμα ισχυριζόμενη ότι «παραχωρήθηκε η Μακεδονική γλώσσα», όταν οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν φυσικά μια τέτοια γλώσσα;

Οι ευθύνες της κυβέρνησης για διαχείριση με μικρότητα ενός μεγάλου θέματος

Όμως και η διαχείριση της υπόθεσης από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα είχε το στοιχείο της μικροκομματικής τακτικής. Αντί να επιδιώξει μια ευρεία συμμαχία που θα στήριζε στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την συμβιβαστική λύση, για την οποία δεν είχαν στο ελάχιστο προετοιμαστεί οι πολίτες, διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο ώστε να προκαλέσει διχασμό στην αντιπολίτευση και βαθιά πόλωση. Θα μπορούσε να καλέσει τα δημοκρατικά κόμματα και να διαμορφώσει μια ευρεία συμμαχία ώστε να ενημερωθεί σωστά και η κοινωνία. Να προσκαλέσει σε ουσιαστικό διάλογο, χωρίς επιθετικές κορώνες, φορείς και κόμματα ώστε να αναλυθούν τα θέματα αλλά και τα αντιμετωπιστούν τα στερεότυπα κάθε πλευράς. Υπάρχουν τόσα άλλα θέματα στα οποία υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση, δεν υπήρχε λόγος σε ένα τόσο δύσκολο θέμα να ανοίξει ο πρωθυπουργός μέτωπο αντιπαράθεσης. Στο ζήτημα αυτό έπρεπε να εξασφαλίσει ευρύτατη πολιτική και κοινωνική υποστήριξη. Ενώ η πρωτοβουλία επίλυσης ήταν σωστή, η κυβέρνηση την διαχειρίστηκε με μικρο-κομματική αντίληψη. Οι τακτικισμοί αυτοί δεν συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σε άλλα θέματα. Αυτοί οι τακτικισμοί είναι που μετέτρεψαν έναν ψεκασμένο (Καμμένος) σε "πολιτικό αρχηγό" που μπορούσε να καθορίζει πολιτικές εξελίξεις.

Είναι δίκαιη η συμβιβαστική λύση για την δική μας πλευρά;

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι όπως και κάθε συμβιβασμός, έτσι και  η Συμφωνία των Πρεσπών και οι τροπολογίες στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, αποτελούν μια σχετικά ικανοποιητική βάση επίλυσης μιας μακροχρόνιας και συναισθηματικά φορτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Η αλλαγή του ονόματος - όσο κι αν την θεωρούμε σήμερα «δεδομένη» - σε Βόρεια Μακεδονία και οι υιοθέτηση από μια μεγάλη πλειοψηφία  81 βουλευτών των αλλαγών άρθρων του Συντάγματος που περιορίζουν δραστικά θέματα «αρχαιοποίησης» κι εκμετάλλευσης της ιστορίας αλλά κι αλυτρωτισμού, δεν ήταν εφικτό να συμβούν μερικά χρόνια πριν.

Θεωρούμε σημαντικό ότι ο Ζάεφ κατάφερε να διαλύσει στην πραγματικότητα το πανίσχυρο κάποτε - χάρη και στους δικούς μας ...εθνικιστές - VMRO, το εθνικιστικό κόμμα που απέδειξε ότι ο εθνικισμός είναι ένα καλό εργαλείο πλουτισμού ορισμένων. Θυμίζουμε ότι ο πρώην αρχηγός του κατηγορείται ότι πήρε μίζες από όλη αυτή την γελοιότητα με τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου. Όμως, αυτός ο πολιτικός που αξιοποίησε στο έπακρο τα λάθη μας και τα εθνικιστικά συνθήματα («η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική»), είχε μια πολύ σκληρή εθνικιστική στάση, όπως γνωρίζουν καλά και οι έλληνες πολιτικοί που βρέθηκαν απέναντί του, και δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ακόμα και όταν του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα.

Το μπαλάκι είναι τώρα στην ελληνική πλευρά. Κινδυνεύουμε, όμως, με ένα βαθύ διχασμό με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης, όταν έχουμε φτάσαμε κοντά σε μια σχετικά ισορροπημένη συμφωνία. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία των Πρεσπών; Πιθανόν, αν είχαμε αποδεχθεί το Πακέτο Πινέιρο το 1992 πριν συμβούν όσα συνέβησαν από τότε, πριν ξεκινήσει η εθνικιστική υστερία στην γειτονική χώρα. Αλλά τότε, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας αδυνατούσε να δει ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας μας, και παρασύρονταν σε μια εθνικιστική υστερία που αδυνατούσε  να κατανοήσει οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος.

Πώς είναι δυνατόν 25 και χρόνια μετά, να επανέρχονται πολιτικές δυνάμεις στην ισοπεδωτική και ζημιογόνα για τη χώρα άρνηση μιας συμβιβαστικής λύσης;

Θα μπορούσε η λύση να είναι καλύτερη αν είχαν αξιοποιηθεί ευρωπαϊκά κείμενα και πολιτικές, όπως αυτά που έχουν αναδειχθεί μέσα από εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως για παράδειγμα η “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ που είχε υπερψηφίσει από το Ευρωκοινοβούλιο το 2013.

Θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμφωνία στο θέμα του ονόματος, όπως πχ το Νέα Μακεδονία, ή η γλώσσα να ονομάζονταν «Macedonski”, αντί «Macedonian”.

Οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι επικριτές της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει, όμως, να σκέφτονται πάντα ότι μόλις λίγα χρόνια πριν έμοιαζε απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε συμβιβαστική συμφωνία που θα διασφάλιζε ότι το όνομα της γειτονικής χώρας δεν θα δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δική μας Μακεδονία.

Με το βλέμμα στραμμένο όχι προς το παρελθόν αλλά προς το μέλλον

Το πιο καθοριστικό ήταν και είναι η συμβιβαστική λύση για την ονομασία να συνδυαστεί με μια μακροχρόνια πολιτική καλής γειτονίας, που θα βοηθήσει την γειτονική χώρα να στραφεί στο μέλλον, αντί να προσπαθεί να συγκροτήσει την ταυτότητά της στη βάση μιας “αρχαιοποίησης” που δεν έχει ιστορική βάση. Και που θα την κάνει καλό εταίρο μας σε μια περιοχή όπου υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων διεθνών παιχτών όπως είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Όσοι ισχυρίζονται ότι μπορούμε ως χώρα να απορρίψουμε την Συμφωνία των Πρεσπών και να διαπραγματευτούμε στο μέλλον μια καλύτερη, κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους. Αν τώρα δεν “περάσει” η Συμφωνία  κατά την ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή, δεν θα υπάρξει καλύτερη λύση στο μέλλον.  Και η γειτονική χώρα θα ονομαστεί οριστικά σκέτο «Μακεδονία», ενώ αλυτρωτικές κι εθνικιστικές πολιτικές θα επιστρέψουν πολύ πιο δυνατές. Η χώρα μας θα απομονωθεί πλήρως. Θα έχουμε αυτοκτονήσει χωρίς να το καταλάβουμε. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά το μέλλον μιας χώρας που θα είναι τότε «εχθρός» και όχι εταίρος στα σύνορά μας. 

Η συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να έχει μεγάλη κοινωνική και πολιτική υποστήριξη. Η ακραία επιχειρηματολογία είτε από την πλευρά της ΠΓΔΜ είτε από την δική μας πλευρά δεν έγινε αποδεκτή ποτέ σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα σχετικών ψηφοφοριών στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ‘Έκθεση του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί με 505 υπέρ, 61 κατά, ενώ υπήρξαν και 14 λευκά. Ο μόνος Έλληνας ευρωβουλευτής που την είχε ψηφίσει, έστω με μερικές επιφυλάξεις, ήταν ο Νίκος Χρυσόγελος, συμπρόεδρος σήμερα των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.

Με την προϋπόθεση ότι έχουμε ως Ελλάδα μια δυναμική συμμετοχή και ενεργό ρόλο, τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να μετατραπούν από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο πρότυπο συνεργασίας και καλής γειτονίας. Απουσιάζει προς το παρόν μια τέτοια δύναμη στα Βαλκάνια που θα αλλάξει το παιχνίδι. Θέλουμε και μπορούμε ως κοινωνία να παίξουμε αυτόν τον ρόλο για λόγους ειρήνης, καλής γειτονίας, οικονομικής προοπτικής και βιωσιμότητας, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον;