Με αφορμή την κατολίσθηση λιγνιτικών εδαφών στο ορυχείο Αμυνταίου θα έπρεπε λογικά να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για το πραγματικό κόστος του λιγνίτη. Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι ο λιγνίτης είναι ένα φτηνό καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας ενώ οι ΑΠΕ ακριβές. Όπως συμβαίνει με όλα τα ορυκτά καύσιμα, υπάρχουν κρυφές επιδοτήσεις, που ο πολίτης δεν αντιλαμβάνεται. Επιδοτήσεις που έρχονται να προστεθούν στο λεγόμενο εξωτερικό κόστος - τις επιπτώσεις στην κοινωνία και στο περιβάλλον - που δεν αποτυπώνονται στην τιμή του πετρελαίου, του λιγνίτη και του κάρβουνου. Η κατολίσθηση για παράδειγμα είναι η κορυφή του παγόβουνου στις επιπτώσεις. Αλλά μπορεί να μας δείξει το πραγματικό κόστος του λιγνίτη. Πέρα από άλλα προβλήματα που προκάλεσε, υπάρχει ένα οικονομικό κόστος εκατοντάδων εκατομμυρίων, άλλοι το ανεβάζουν σε ένα δις. Ποιος θα πληρώσει τελικά το κόστος της καταστροφής, για να συντηρείται ο «μύθος του φτηνού λιγνίτη»; Απ’ ότι φαίνεται οι πολίτες. Και ο λογαριασμός θα είναι μεγάλος, πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Στις 10 Ιουνίου ένας μεγάλος όγκος εδαφών αποκολλήθηκε και μετακινήθηκε σε απόσταση αρκετών δεκάδων μέτρων στο ορυχείο Αμυνταίου του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας. Από την κατολίσθηση και μετακίνηση των μαζών καταπλακώθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς τρεις γιγάντιοι εκσκαφείς, ενώ προκλήθηκαν κι άλλες ζημιές. Ευτυχώς, δεν υπήρξαν τραυματισμοί εργαζομένων ή κατοίκων γειτονικών περιοχών από την κατολίσθηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κόστος από αυτήν. Το κόστος της κατάρρευσης, των ζημιών στα μηχανήματα και το κόστος άμεσης απαλλοτρίωσης των Αγίων Αναργύρων εκτιμώνται σε εκατοντάδες εκατομμύρια.
ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ: Στην πραγματικότητα ο λιγνίτης μας κοστίζει πολύ ακριβά
Αναλυτικά οι θέσεις των Πράσινων Αλληλεγγύη για την κατάρρευση του λιγνιτορυχείου Αμυνταίου
Πολλοί, μεταξύ των οποίων και η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ με ανακοίνωσή της λίγο πριν από τη μεγάλη καταστροφή, θεωρούν ότι ο λιγνίτης είναι μια φτηνή πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Επιμένουν στην συνέχιση της εκμετάλλευσής του αποκρύβοντας τόσο το πραγματικό κόστος που συνεπάγεται στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην υγεία/κοινωνία όσο και τις έμμεσες επιδοτήσεις προς τον λιγνίτη.
Κατολισθήσεις συμβαίνουν στα ορυχεία λιγνίτη. Το πρόσφατο περιστατικό ήταν μεν ένα από τα μεγαλύτερα αλλά δεν είναι το μοναδικό. Μια από τις κύριες αιτίες κατολισθήσεων, όπως αυτή στους Αγ. Αναργύρους, είναι η αστάθεια των εδαφών και τα μεγάλα κενά που προκαλούνται από την πτώση του υδροφόρου ορίζοντα λόγω της εξόρυξης λιγνίτη και των (αρδευτικών και άλλων) γεωτρήσεων.
Η ΔΕΗ έτσι κι αλλιώς είναι σε δεινή οικονομική κατάσταση. Ποιος θα πληρώσει, λοιπόν, τη ζημιά; Φαίνεται – από τις δηλώσεις του Υπουργού Ενέργειας κ Γ. Σταθάκη («η κυβέρνηση έχει διασφαλίσει τα κονδύλια…») – ότι το κόστος θα περάσει στους πολίτες μέσω κρατικής ενίσχυσης ή δέσμευσης χρημάτων από άλλες δράσεις ευρωπαϊκών προγραμμάτων ή και μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Άρα όλοι/ες μας θα πληρώσουμε, επιδοτώντας με πλάγιο τρόπο άλλη μια φορά τον λιγνίτη, για να συντηρείται ο μύθος του «φτηνού λιγνίτη». Η επιχείρηση που ευθύνεται για το «ατύχημα» – η ΔΕΗ – δεν θα πληρώσει για τη ζημιά, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει κανονικά για κάθε ανάλογο βιομηχανικό ατύχημα (περί αυτού πρόκειται).
Είναι μια πάγια πρακτική εδώ και δεκαετίες, το κόστος της περιβαλλοντικής καταστροφής από την εξόρυξη και την καύση του λιγνίτη να μεταφέρεται στην κοινωνία. Για παράδειγμα λόγω της καταστροφής των υπόγειων νερών εξαιτίας των εξορύξεων, το νερό στην Κοζάνη είναι ακριβότερο για τους δημότες (ο Δήμος Κοζάνης διεκδικεί από την ΔΕΗ 16.500.000 Ευρώ, εκτιμώντας ότι τόσο έχει κοστίσει στους δημότες μέχρι σήμερα η καταστροφή του υδροφόρου ορίζοντα) αλλά και για τους αγρότες.
Η καύση λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχει επίσης αυξημένες επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων, ιδιαίτερα στις γύρω από τα ορυχεία και τις λιγνιτικές μονάδες περιοχές. Οδυνηρές είναι οι επιπτώσεις στους κατοίκους των Αγίων Αναργύρων που αναγκάστηκαν τώρα να γίνουν πρόσφυγες, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ενώ πολλά χρόνια είναι σε εκκρεμότητα το θέμα της μόνιμης μετεγκατάστασής τους σε άλλη περιοχή λόγω των ήδη γνωστών κινδύνων.
Παρά το γεγονός ότι η διοίκηση προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες σε κάποιους άλλους (όπως για παράδειγμα στους αρχαιολόγους), είναι γνωστό ότι οι κίνδυνοι είχαν επισημανθεί, ενώ είχαν διαπιστωθεί σοβαρές παραλείψεις στο ορυχείο. Τόσο η αντιπολίτευση όσο και οι περιφερειακές και τοπικές αρχές της ευρύτερης περιοχής σιωπούν, όμως, αν και το κόστος της καταστροφής είναι μεγάλο.
Η εξόρυξη λιγνίτη έχει οδηγήσει και στο παρελθόν σε μετεγκαταστάσεις ολόκληρων οικισμών, ενώ εκ των πραγμάτων θα συμβεί αυτό και για τους Αγ. Αναργύρους (θέμα που εκκρεμούσε εδώ και καιρό). Τις μετεγκαταστάσεις όμως αυτές δεν τις πληρώνει η ΔΕΗ αλλά το κράτος σε ένα μεγάλο ποσοστό (έμμεση κρατική ενίσχυση) ή οι Δήμοι μέσω της παρακράτησης μεγάλου ποσού από τον λεγόμενο «Τοπικό Πόρο» που καταβάλλει η ΔΕΗ στις τοπικές αρχές ως μια μικρή αποζημίωση για την ζημιά που προκαλεί. Η ΔΕΗ δεν αποζημιώνει χωριά και δεν καταβάλλει αποζημιώσεις μετεγκατάστασης αν δεν υπάρχει λιγνίτης κάτω από το χωριό, ακόμα και αν τα χωριά κινδυνεύουν άμεσα ή έμμεσα από τον λιγνίτη και απειλούνται λόγω της εξόρυξης και της καύσης τα σπίτια ή η ζωή των κατοίκων
Οι διάφοροι φορείς – κυβέρνηση, αντιπολίτευση, βουλευτές, συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, διοίκηση – πετάνε το μπαλάκι ο ένας στον άλλο ή στην εξέδρα. Η λύση βέβαια είναι η διαμόρφωση κι υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης και μιας στρατηγικής σταδιακής αλλά γρήγορης μετάβασης στην μετα-λιγνιτική εποχή, διασφαλίζοντας φυσικά την ομαλή και δίκαιη μετάβαση τόσο για τις τοπικές κοινωνίες όσο και για τους εργαζόμενους στα ορυχεία και στη ΔΕΗ.