Η προστασία της φύσης είναι αδιαπραγμάτευτη
“Σήμερα 22 Μαΐου είναι η “Παγκόσμια Ημέρα Βιοποικιλότητας” αλλά οι “ΠΡΑΣΙΝΟΙ- Αλληλεγγύη. Δημιουργία, Οικολογία” δεν γιορτάζουμε, αγωνιζόμαστε και διεκδικούμε. Διεκδικούμε την προστασία και τη βιώσιμη διαχείριση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, γιατί χάνουμε τον εθνικό μας πλούτο μέσα από τα χέρια μας στο βωμό μιας στρεβλής και άγριας ανάπτυξης με κοντόφθαλμα οφέλη, στο βωμό των πολιτικών λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής. Δεν θα περάσει όμως μια τέτοια πολιτική, γιατί η φύση, η βιοποικιλότητα και το πανέμορφο τοπίο της Ελλάδας δεν είναι ιδιοκτησία της κάθε Κυβέρνησης, αλλά περιουσία όλων που έχουμε δανειστεί από τις επόμενες γενιές. Οικονομία χωρίς προστασία περιβάλλοντος είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια και η οικολογική διάσταση είναι απαραίτητη για μια βιώσιμη οικονομία και διάχυτη κοινωνική ευημερία. Η έξοδος από την κρίση μπορεί να βασιστεί στην οικολογική και κοινωνική καινοτομία, στην προώθηση πράσινης στροφής της οικονομίας σε συνεργασία με τη φύση, όπως ήξεραν να κάνουν παλιότερες γενιές, όπως μπορούμε να κάνουμε αξιοποιώντας και την επιστημονική γνώση και χιλιάδες νέους που έχουν σπουδάσει παρόμοια επιστημονικά αντικείμενα”, δήλωσε ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των ΠΡΑΣΙΝΩΝ / ΠΡΑΣΙΝΟΙ – Αλληλεγγύη, Δημιουργία, Οικολογία.
Η προστασία, βιώσιμη διαχείριση και ανάδειξη της βιοποικιλότητας με τρόπο που σέβεται τη φέρουσα ικανότητα κάθε τόπου μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία νέων και πράσινων θέσεων εργασίας, στην αναζωογόνηση της υπαίθρου και των τοπικών οικονομιών, καθώς και την ανάπτυξη βιώσιμων μορφών ποιοτικού τουρισμού όλο το χρόνο. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα οικοσυστήματα, ο δασικός μας πλούτος και τα διάφορα είδη, από το πιο μικρό έντομο όπως η μέλισσα μέχρι το πιο μεγάλο θηλαστικό, αποτιμώνται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, ενώ η προστασία τους βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Παρόλα αυτά ο ρυθμός απώλειας της ελληνικής και της Ευρωπαϊκής βιοποικιλότητας αυξάνει με δραματικούς ρυθμούς και ιδιαίτερα στην Ελλάδα της κρίσης, με αφορμή ξεπερασμένες αντιλήψεις που επιστρέφουν με δικαιολογία την ανάγκη αντιμετώπισης των δημοσιονομικών προβλημάτων. Τα οικοσυστήματα αντιμετωπίζουν σημαντική υποβάθμιση. Πρόσφατα μάλιστα η κυβέρνηση ανακοίνωσε το ξεπούλημα 110 παραλιών στις οποίες συμπεριλαμβάνονται πολλές φυσικές εκτάσεις με λογική και προσέγγιση ενός κυνικού κτηματομεσίτη που δεν νοιάζεται για το τι πουλάει.
Η Ελλάδα φιλοξενεί σημαντικό βιολογικό πλούτο καθώς έχουμε περισσότερα από 6.000 είδη φυτών (περίπου 1.000 από αυτά βρίσκονται μόνο στην Ελλάδα), 115 είδη θηλαστικών, 442 είδη πουλιών, 64 είδη ερπετών, 22 αμφίβια και 154 ψάρια γλυκού νερού. Συναντάμε επίσης μεγάλη ποικιλία χερσαίων, υγροτοπικών και θαλάσσιων οικοσυστημάτων μοναδικών στην Ευρωπαϊκή επικράτεια. Θεωρητικά (λόγω έλλειψης δεδομένων) τα ελληνικά οικοσυστήματα είναι γενικά σε μια σχετικά καλή κατάσταση, η ελληνική πολιτική όμως για την προστασία της βιοποικιλότητας δεν ανταποκρίνεται στον πλούτο που φιλοξενεί η χώρα, το αντίθετο μάλιστα καθώς την αξιοποιεί μόνο με στεγνά οικονομικά κριτήρια που υποθηκεύουν την οικολογική της σημασία.
Αν και το 20% της ελληνικής επικράτειας είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000, οιπεριοχές δεν προστατεύονται επαρκώς, το 80% περίπου των περιοχών Natura δεν εμπίπτει σε κάποιο ειδικό καθεστώς προστασίας, ενώ το υπόλοιπο 20% των περιοχών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία Φορέων Διαχείρισης παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα λόγω ανεπαρκούς στελέχωσης και χρηματοδότησης. Εκτός από την πρόσφατη συγχώνευση των Φορέων Διαχείρισης χωρίς κάποια επιστημονική τεκμηρίωση, με δικαιολογία την εξοικονόμηση πόρων, τα τελευταία 3 χρόνια οι κυβερνήσεις προωθούν νομοσχέδια που ξεπουλούν τη δημόσια περιουσία (δάση, ακτές) έναντι πινακίου φακής, προωθούν ιδιωτικοποιήσεις , νομιμοποιούν τα αυθαίρετα και τις πολεοδομικές παραβάσεις, επιδιώκουν να αποχαρακτηρίσουν εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων και δίνουν τη δυνατότητα να γίνουν κάθε είδους αυθαιρεσίες αρκεί να “υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον”. Όμως δεν είναι αυτό το μοντέλο που θα μας βγάλει από την κρίση, αλλά αυτό που θα προσθέσει περισσότερο περιβαλλοντικό και κοινωνικό χρέος στο δημοσιονομικό.
Σε Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο οι Πράσινοι αγωνιζόμαστε για την χωρίς συμβιβασμούς και αδιαπραγμάτευτη προστασία της βιοποικιλότητας, των ειδών και των οικοσυστημάτων, παράλληλα με την προώθηση ενός άλλου οικονομικού μοντέλου που θα σέβεται τους φυσικούς πόρους που έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας. Υποστηρίζουμε την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της Ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομοθεσίας για τη προστασία της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων από την άγρια ανάπτυξη, από τα μεταλλαγμένα και τα χημικά, από το τσιμέντο και την καταπάτηση. Πιστεύουμε σε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης με άξονα τη προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογική καινοτομία, με έμφαση στα τοπικά βιολογικά και ποιοτικά προϊόντα προστατευόμενης προέλευσης, τον οικο-άγρο τουρισμό μικρής κλίμακας και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Περισσότερες πληροφορίες:
Η προστασία της βιοποικιλότητας είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας και βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπολογίζεται ότι το κόστος της απώλειας των λειτουργιών που προσφέρουν τα οικοσυστήματα θα ανέλθει στο 6% του παγκόσμιου ΑΕΠ ως το 2050. Εκτιμάται ότι το 60% των παγκόσμιων οικοσυστημάτων είναι υποβαθμισμένα και ο ρυθμός με τον οποίο εξαφανίζονται τα είδη της βιοποικιλότητας είναι 1.000 μεγαλύτερος σήμερα απ ότι στους προ-βιομηχανικούς καιρούς[1]. Για να μειωθεί ο κίνδυνος της εξαφάνισης των ειδών και για να προστατευτεί αποτελεσματικά η παγκόσμια βιοποικιλότητα χρειαζόμαστε 76 δις δολάρια το χρόνο μέχρι το 2020[2], το οποίο αντιπροσωπεύει το 1% της αξίας των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων που χάνονται κάθε χρόνο και μόλις το 20% των ετήσιων παγκόσμιων δαπανών για αναψυκτικά[3].Τον Μάρτιο του 2010, οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν το μακροπρόθεσμο όραμα για τη βιοποικιλότητα το 2050[4] και ως πρωταρχικό στόχο την ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας και της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων μέχρι το 2020, καθώς διαπίστωσαν ότι δεν είχε επιτευχθεί ο στόχος του 2001 για ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας στην ΕΕ μέχρι το 2010. Για να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το Μάιο του 2011 μια νέα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα το 2020[5], η οποία τονίζει ότι για την επίτευξη του στόχου είναι απαραίτητη η πλήρης εφαρμογή της ΕΕ για τα πτηνά και τους οικοτόπους, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης διαχείρισης και χρηματοδότησης του δικτύου Natura 2000.
Η μελέτη "Τα Οικονομικά των Οικοσυστημάτων και της Βιοποικιλότητας"[6] καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "η βιοποικιλότητα πρέπει να διατηρηθεί όχι μόνο για κοινωνικούς, ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους, αλλά και για τα οικονομικά οφέλη που παρέχει στις σημερινές και τις μελλοντικές γενεές - θα πρέπει να γίνουμε μια κοινωνία που αναγνωρίζει, μετρά, διαχειρίζεται και ανταμείβει την οικονομικά υπεύθυνη διαχείριση του φυσικού κεφαλαίου της". Σύμφωνα με τη μελέτη το 16,8% των ευρωπαϊκών θέσεων εργασίας έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τους φυσικούς πόρους και υπολογίζει ότι το διάστημα 2000-2010 η απώλεια της βιοποικιλότητας και των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων είχε ένα ετήσιο κόστος της τάξης των 50 δις ευρώ[7]. Εκτιμάται ότι η σωρευτική απώλεια της βιοποικιλότητας και των συναφών υπηρεσιών των οικοσυστημάτων μεταξύ 2000 και 2050, αν δεν ληφθούν μέτρα αναστροφής της κατάστασης, θα ισοδυναμεί με 14 τρις δολάρια ή με το 7% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2050[8].
Μια έκθεση που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις "κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής για τη βιοποικιλότητα"[9] εκτιμά ότι το 35% των θέσεων εργασίας (927 εκ. δουλειές) στις αναπτυσσόμενες χώρες και το 7% των θέσεων εργασίας (14,6 εκ. δουλειές) στην ΕΕ εξαρτώνται από τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων. Το κείμενο εργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος "χρηματοδότηση περιοχών Natura 2000"[10] τονίζει ότι σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις η ροή των παροχών από το χερσαίο δίκτυο Natura 2000 είναι της τάξης των € 200 έως € 300 δις / έτος - ή 2-3% του ΑΕΠ της ΕΕ, ενώ το κόστος του είναι μόλις € 5,8 δις / έτος.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη "Estimating the Overall Economic Value of the Benefits provided by the Natura 2000 Network"[11] οι δαπάνες των επισκεπτών που προκύπτουν από τις εκτιμώμενες επισκέψεις ανά έτος σε περιοχές Natura 2000 εκτιμάται ότι είναι της τάξης των € 50- 85 δις ανά έτος και υποστηρίζουν άμεσα και έμμεσα μεταξύ 4,5 και 8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη τα οφέλη από τις θαλάσσιες Natura 2000 εκτιμώνται στα € 1.4-1.5 εκ. / έτος, ποσό που μπορεί να ανέβει στα € 6-6.5 εκ. εφόσον το 20% των περιοχών αυτών προστατευθεί αποτελεσματικά. Οι περιοχές Natura 2000 εκτιμάται ότι φιλοξενούν 1.2-2.2 εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο και τα ψυχαγωγικά οφέλη των περιοχών Natura 2000 εκτιμώνται στα 5-9 δις ευρώ[12]. Τέλος, μια πρόσφατη μελέτη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[13] εκτιμά ότι το κόστος της μη εφαρμογής της υπάρχουσας νομοθεσίας για το περιβάλλον και των μελλοντικών στόχων της βιοποικιλότητας είναι € 50 δις / έτος.
Παρά τη προστιθέμενη αξία σε ότι αφορά τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων και τις προοπτικές απασχόλησης, αλλά και το χαμηλό κόστος του δικτύου Natura 2000, δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο στην ΕΕ για τη χρηματοδότηση της προστασίας της βιοποικιλότητας, πέρα από το ανεπαρκές 0.1% του προϋπολογισμού της ΕΕ που διατίθενται μέσα από το πρόγραμμα LIFE+. Μια αξιολόγηση των χρηματοδοτικών μέσων της ΕΕ για τις περιοχές NATURA[14] τονίζει ότι με την υπάρχουσα χρηματοδότηση καλύπτεται μόνο το 10-20% των χρηματοδοτικών αναγκών του δικτύου, που αγγίζουν συνολικά τα € 5,8 δις / έτος. Σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF[15] είναι απαραίτητη μια οριζόντια αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού της ΕΕ με ενσωμάτωση και επιμερισμό της προστασίας της βιοποικιλότητας σε διαφορετικά χρηματοδοτικά εργαλεία, καθώς το 2-3% του προϋπολογισμού της ΕΕ είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστούν τα οφέλη του δικτύου Natura 2000.
Σε ότι αφορά τη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα, η έκταση του Δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 θεωρείται αρκετά ικανοποιητική (270 περιοχές που καλύπτουν το 17% της επικράτειας[16]), εντούτοις οι ελλείψεις στη προστασία και διαχείριση των περιοχών αυτών είναι πολλές. Μέχρι στιγμής έχουν συσταθεί με Προεδρικά Διατάγματα ως ΝΠΙΔ και λειτουργούν 27 ειδικοί Φορείς Διαχείρισης. Σύμφωνα όμως με πρόσφατη πρόταση της κ. Γεν. Γραμματέως του Υ.Π.Ε.Κ.Α. προς το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης “σχετικά με την συγχώνευση των φορέων της αρμοδιότητας του ΥΠΕΚΑ” (Αύγουστος 2012),δρομολογήθηκεη συγχώνευση/ κατάργηση Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών με στόχο τη συγχώνευση- μείωσή τους σε 14, "κατά προσέγγιση αντίστοιχους των περιφερειών", αν και οι προϋπολογισμοί τους δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς χρηματοδοτούνται κυρίως από Ευρωπαϊκά κονδύλια. Στις 27 προστατευόμενες περιοχές λειτουργούν αντίστοιχα Κέντρα Πληροφόρησης, στα οποία προστίθενται σχεδόν άλλα 30 Κέντρα Πληροφόρησης (σύνολο περίπου 60 πανελλαδικά) τα οποία λειτουργούν κυρίως χάρη στις προσπάθειες ΜΚΟ και άλλων τοπικών συλλόγων, με χρηματοδότηση από τα ΚΠΣ (επιχειρησιακό πρόγραμμα περιβάλλον, ΠΕΠ) και το πρώην πρόγραμμα ΕΤΕΡΠΣ.
Σε κάθε Φορέα Διαχείρισης περιοχών Natura 2000 δουλεύουν κατά μέσο όρο 6-10 άτομα, άρα μπορούμε να συμπεράνουμε (εν έλλειψη συγκεντρωτικών στοιχείων) ότι στους 27 Φορείς Διαχείρισης και στα Κέντρα Πληροφόρησης απασχολούνται περισσότεροι από 300 εργαζόμενοι (επιστημονικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό, μόνιμα και εποχικά- μερικής απασχόλησης). Δυνητικά στις 270 περιοχές Natura 2000 της Ελλάδας μπορούν να δημιουργηθούν 800- 1200 νέες θέσεις εργασίας, εφόσον αναπτυχθεί το δίκτυο των φορέων διαχείρισης σύμφωνα με τις αρχικές ενδείξεις του οργανογράμματος για τους φορείς διαχείρισης (τουλάχιστον 50 φορείς διαχείρισης για τις 270 περιοχές, με 10 άτομα μόνιμο προσωπικό και 10 άτομα εποχικό- μερικής απασχόλησης προσωπικό). Σε αυτά τα άτομα θα πρέπει να προσθέσουμε το ερευνητικό προσωπικό των βασικών εθνικών ερευνητικών ιδρυμάτων (Εθνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων και το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών), καθώς και τους εργαζόμενους στις δεκάδες περιβαλλοντικές ΜΚΟ και μελετητικά γραφεία που ασχολούνται με το φυσικό περιβάλλον.
Διαβάστε εδώ το αναλυτικό κείμενο πολιτικής για τη βιοποικιλότητα, τη προστασία περιβάλλοντος και τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας: http://www.chrysogelos.gr/newsite/images/files/Docs/employment%20GE.pdf
[1] http://www.worldwatch.org/system/files/SOW12%20Summary%20(Chapter%2015).pdf
[2] http://www.sciencemag.org/content/early/2012/10/10/science.1229803.abstract
[3] http://www.bbc.co.uk/news/science-environment-19912266
[4] http://ec.europa.eu/environment/nature/biodiversity/policy/pdf/el_act.pdf
[6] www.teebweb.org/Portals/25/TEEB%20Synthesis/TEEB_SynthReport_09_2010_online.pdf
[7] http://www.unep.org/pdf/TEEB_D1_Summary.pdf
[8] http://ec.europa.eu/environment/enveco/biodiversity/pdf/copi_final.zip
[9] http://ec.europa.eu/environment/enveco/biodiversity/pdf/Social%20Dimension%20of%20Biodiversity.pdf
[10] http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/financing/docs/financing_natura2000.pdf
[12] http://ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/financing/docs/Estimating_economic_value.pdf
[13] http://ec.europa.eu/environment/enveco/economics_policy/pdf/report_sept2011.pdf
[14] http://www.ieep.eu/assets/791/Assessment_of_Natura_2000_Co-financing.pdf
[15] http://awsassets.panda.org/downloads/our_natural_capital_march_2012.pdf
[16] Αρχικά οι καταγεγραμμένες περιοχές προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 ήταν 419 (240 ΤΚΣ βάσει οδηγίας οικοτόπων και 201 ΖΕΠ βάσει οδηγίας πτηνών, με ορισμένες επικαλύψεις) που καταλαμβάνουν 27% της χερσαίας επιφάνειας της χώρας (η έκταση αυτή θεωρείται ικανοποιητική όσον αφορά τις χερσαίες περιοχές αλλά στις θαλάσσιες υπάρχουν ακόμη αρκετές ελλείψεις), αλλά τελικά έχουν ενταχθεί στο δίκτυο 270 περιοχές για τις οποίες προβλέπετε καθεστώς προστασίας.