Όλα αυτά που βλέπουμε τις τελευταίες εβδομάδες με τις επιχειρήσεις της αστυνομίας για εκκένωση “καταλήψεων” βασίζονται σε επικοινωνιακό σχεδιασμό και μόνο. Τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται, όπως είναι γνωστό, με μερικά συνθήματα ή συμβολικές “εικόνες” στην τηλεόραση, είτε ακόμα και με αστυνομικές επιχειρήσεις.
Αυτό που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι να προβάλει την εικόνα ότι επιδιώκει να επιβάλλει το νόμο και την τάξη. Πουθενά στον κόσμο, όμως, παρόμοια θέματα δεν αντιμετωπίζονται (μόνο) με αστυνομικές επιχειρήσεις. Εξάλλου πάνω από 1.000.000 καταλήψεις κτηρίων ή χώρων υπάρχουν σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Τις δεκαετίες ’60 – ’80 ιδιαίτερα στην Ευρώπη ( πχ Βερολίνο, Άμστερνταμ κα) υπήρχαν χιλιάδες καταλήψεις κτηρίων. Όμως το θέμα αντιμετωπίστηκε κυρίως με συμφωνίες, και πολλά κτήρια παραχωρήθηκαν με συμβόλαια χρήσης για κατοικία ή πολιτιστικές δραστηριότητες κα, αν και υπήρξαν και κάποιες αστυνομικές επιχειρήσεις. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε μια πολιτική διαδικασία, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν διαδικασίες διαβούλευσης ή διαμεσολάβησης από κατάλληλες δομές, όχι η αστυνομία.
Ακόμα και σήμερα όμως υπάρχουν σε πολλές μεγάλες πόλεις (και όχι μόνο στον τρίτο και τέταρτο κόσμο” “καταλήψεις” που, όμως, συχνά δεν έχουν να κάνουν ιδιαίτερα με αυτό που εννοούμε στην Ελλάδα “κατάληψη”. Στο κέντρο του Βερολίνου, για παράδειγμα, ένα τεράστιο ξενοδοχείο έγινε – μετά από “κατάληψη” – καινοτόμο κέντρο φιλοξενίας προσφύγων και καλλιτεχνών και με απόφαση του κοινοβουλίου “νομιμοποιήθηκε” με την υποχρέωση να τηρηθούν κάποιοι όροι, αφού το κτήριο δεν χρησιμοποιούνταν για κάποια χρόνια, χωρίς βέβαια ο ιδιοκτήτης να χάνει την ιδιοκτησία του κτηρίου.
Αστυνομικές επιχειρήσεις / επιθέσεις σαν κι αυτές που έγιναν (και) σε άλλη εποχή (επί ΠΑΣΟΚ) αλλά και πρόσφατα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του θέματος των καταλήψεων αποκλειστικά στη βάση αστυνομικού σχεδιασμού, δεν σταμάτησαν τις “καταλήψεις” που έτσι κι αλλιώς δεν είναι πολυάριθμες. Όμως παρόμοιες αστυνομικές επιχειρήσεις όταν αθροιστούν προκαλούν – από “ατυχήματα” ή λόγω υπερβάλλοντος ζήλου – “εικόνες” που τελικά έχουν αντίθετο αποτέλεσμα, βλάπτουν τον επικοινωνιακό σχεδιασμό και την εικόνα “αποφασιστικότητας” που επιδιώκει να διαμορφώσει η κυβέρνηση. Ο Ινδαρές είναι μια τέτοια περίπτωση: ήπιος, σχετικά συντηρητικός, αμέτοχος σε “ακραίες” δραστηριότητες. Ποιος “νοικοκυραίος” θα ήθελε να εισβάλει η αστυνομία στο σπίτι του αποκάλυπτα, να τον βρίσουν και να τον δέσουν πισθάγκωνα επειδή δεν τους είπε “περάστε να σας κεράσω καφέ”, ενώ βλέπει τα παιδιά του να τρώνε ξύλο;
Η αδυναμία της σημερινής κυβέρνησης να λειτουργήσει έστω μέσα σε ένα “στοιχειωδώς δημοκρατικό πλαίσιο” προκάλεσε μεγάλη σύγχυση σε κυβερνητικό επίπεδο, ενώ λόγω της “υπόθεσης Ινδαρέ” δημιουργήθηκε μεγαλύτερη ρωγμή στην κυβερνητική αφήγηση και στην ευρύτερη υποστήριξη των ενεργειών αυτών. Η πρώτη ρωγμή ήταν όταν οι επιχειρήσεις της αστυνομίας για εκκένωση καταλήψεων στα Εξάρχεια στοχοποίησε εκείνες κυρίως τις καταλήψεις που φιλοξενούσαν πρόσφυγες, οικογένειες, παιδιά, γυναίκες που δεν είχαν άλλη λύση για στέγαση. Κάποιοι πρόσφυγες από αυτές τις καταλήψεις μεταφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, σε στρατόπεδο στην Κόρινθο χωρίς νερό και φως, ενώ τα παιδιά έμειναν εκτός σχολείου, αν και στα Εξάρχεια πήγαιναν κυρίως στο 35ο Δημ. Σχολείο.
Η επόμενη “κρίση” αφορούσε μεμονωμένα άτομα ως αποτέλεσμα εκδήλωσης υπερβάλλοντα ζήλου από την πλευρά της αστυνομίας (ξεγύμνωμα, άσκοποι ξυλοδαρμοί, απειλές κ.ά.). Όμως η τρίτη και η μεγαλύτερη – μέχρι σήμερα – “αποτυχία” είναι η επιχείρηση εκκένωσης “κατάληψης” στο Κουκάκι. Όχι μόνο δεν έπεισαν αυτή τη φορά οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί ότι υπήρχαν εκεί “επικίνδυνοι αναρχικοί” αλλά – επειδή την έπεσαν με βία σε έναν “νοικοκυραίο κυρ Παντελή” – η συζήτηση μεταφέρθηκε στο θέμα της αστυνομικής αυθαιρεσίας και της αδυναμίας της κυβέρνησης να τηρήσει τους δημοκρατικούς κανόνες. Ακολούθησε το κομφούζιο από πλευράς κυβέρνησης που την εξέθεσε ακόμα περισσότερο (με άλλους να μιλάνε για παρουσία εισαγγελέα που νομιμοποιεί την εισβολή σε γειτονική κατοικία (!), άλλους να ισχυρίζονται ότι οι ταράτσες είναι δημόσιος χώρος (!), άλλοι να …διαβεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε βία ή αυθαιρεσία από πλευρά αστυνομίας, αλλά οι εικόνες από τους πολίτες να τους διαψεύδουν. Τελικά η πιο αυτο-υπονομευτική ανακοίνωση ίσως ήταν όχι οι δηλώσεις έγκριτων νομικών αλλά η ανακοινώση της αστυνομίας για χρήση μηχανισμού που πετάει μπαλάκια σε μέγεθος πινγκ-πονγκ (!).
Με όλα αυτά να εκθέτουν όλο και περισσότερο την κυβέρνηση, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή άρχισε να δέχεται την κριτική ακόμα και από τμήμα του δικού της ακροατηρίου που στήριζε μια πολιτική επιβολής του “νόμου και της τάξης”. Η ευρύτερη συσπείρωση που είχε πετύχει (ως “αντί” στις αποτυχημένης “πολιτικές” της προηγούμενης κυβέρνησης) δέχθηκε σημαντικά πλήγματα. Η εικόνα της “φιλελεύθερης” παράταξης που, όμως, μπορεί να επιβάλει με “ελεγχόμενο” τρόπο την “τάξη”, αποδείχθηκε άλλη μια ψευδαίσθηση κι αναιρέθηκε απότομα με την “απελευθέρωση της αστυνομίας” από τους κανόνες που οφείλει να τηρεί ένας κρατικός θεσμός που έχει υποτίθεται ως στόχο την τήρηση του νόμου. Η διαφορά μεταξύ ενός εγκληματία και ενός κρατικού υπαλλήλου που έχει επιφορτιστεί την “τήρηση του νόμου” είναι ότι ο “εγκληματίας” δεν σέβεται τον νόμο ενώ ο κρατικός υπάλληλος (αστυνομικός) πρέπει να τηρεί το νόμο ακόμα και στην προσπάθεια αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Αυτό είναι η ελάχιστη βάση σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αν η αστυνομία εκδικείται, συμπεριφέρεται ως τσαμπουκάς, δεν τηρεί σχολαστικά τη νομιμότητα, ποια θα είναι η διαφορά της από τον “εχθρό της κοινωνίας”; Αυτό νομίζω ήθελε να τονίσει ο Ινδαρές όταν κραύγαζε «Το δέσιμο είναι ταπείνωση, γιατί κάνεις δεν σας έχει αντισταθεί. Είναι ταπείνωση. Λύστε με γιατί δεν μπορώ άλλο. Αμέσως. Η φυσική κατάσταση είναι να είμαστε ελεύθεροι και να μην υπακούμε σε κανένα μίσος. Κανενός αναρχικού. Σαν αναρχικοί συμπεριφέρεστε. Σαν αναρχικοί συμπεριφέρεστε. Που καίνε τα μαγαζιά έτσι από καπρίτσιο. Από ιδεοληψία. Αυτό που κάνετε είναι χειρότερο. Γιατί μας έχετε δεμένους; Δεν σας αντιστέκεται κανείς».
Δεν χρειάζεται περισσότερη αστυνομία, αλλά περισσότερη πολιτική και σχεδιασμός για την αναβάθμιση γειτονιών και εξάλειψη των εστιών υποβάθμισης της ζωής. Ακόμα και στα Εξάρχεια – που αναδείχθηκαν σε περιοχή – σύμβολο για την επιβολή της “τάξης και του νόμου”, η κυβέρνηση δεν έχει πετύχει κάτι παρά τις επιχειρήσεις της αστυνομίας. Παρά την εκκένωση των καταλήψεων (?), η γειτονιά υποφέρει από την απουσία καθαριότητας και την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, ενώ οι εστίες διακίνησης ναρκωτικών και παράνομου εμπορίου τσιγάρων κ.ά. δεν φαίνεται να επλήγησαν.
Δεν αποτυγχάνει, όμως, μόνο η κυβέρνηση αλλά και ο Δήμος. Αν ο Δήμος είχε μια πολιτική για την γειτονιά δεν θα …ξεκινούσε με την τοποθέτηση ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Εξαρχείων αλλά με την αναβάθμιση υπηρεσιών και της περιοχής συνολικότερα. Όμως επικεντρώνει στην εικόνα (δέντρο) και όχι στην ουσία (πολιτική για τη γειτονιά). Τυχαίο; Όχι. Κατά τη γνώμη μου δεν έχει ιδέα πώς αναβαθμίζεται μια γειτονιά και πώς μπορούν να λυθούν προβλήματα που έτσι κι αλλιώς έχουν πολλές διαστάσεις (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, περιβαλλοντικές κ.ά.).
Όμως παρόμοια απουσία πολιτικής φανερώνει και η αδυναμία άλλων δυνάμεων να διατυπώσουν και κυρίως να υλοποιήσουν δράσεις με τη συμμετοχή των κατοίκων αλλά και άλλων φορέων με στόχο να (ξανα)γίνει η γειτονιά κέντρο πολιτισμού αλλά και τόπος που αξίζει να ζεις και να εργάζεσαι.
Πάντως για άλλους λόγους, η γειτονιά αλλάζει, ενώ προσελκύει αντιφατικές δραστηριότητες και δυνάμεις, Η θετική πλευρά είναι ότι νέοι άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη που έρχονται να γνωρίσουν την ζωντανή πλευρά της πόλης (και της γειτονιάς), να θαυμάσουν τα γκράφιτι, να επισκεφθούν τα μαγαζιά της, να “πάρουν” μυρωδιά από το “διαφορετικά” που συμβαίνουν εκεί, και προφανώς συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα, όχι μόνο άσχημα. Μεταξύ άλλων αυτό έχει ως συνέπεια, μαγαζιά και οικονομία της περιοχής να αναζωογονούνται παρά την “προπαγάνδα” ότι είναι μια γειτονιά “επικίνδυνων” τύπων και δραστηριοτήτων.