Η ελληνική κοινωνία αλλά και τα πολιτικά κόμματα έχουν συνηθίσει να κινούνται με βάση το συναίσθημα και όχι την λογική. Εξάλλου και η προεκλογική εκστρατεία σχεδόν όλων των κομμάτων απευθύνονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στα συναισθήματα: φόβος, οργή, ελπίδα, εμπιστοσύνη. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι πολίτες ενθουσιάστηκαν και ένοιωσαν υπερήφανοι από την στάση του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη προς τον Ντάισελμπλουμ, αλλά δεν πολυκατάλαβαν την «εθιμοτυπική» συνάντηση του υπουργού με τον Τόμσεν, στο Παρίσι ή τα εγκωμιαστικά σχόλια του για τον Σόιμπλε!
Είναι αλήθεια ότι όσο περισσεύουν τα συναισθήματα και οι επικοινωνιακές κινήσεις από την ελληνική πολιτική, τόσο απουσιάζουν η λογική και ο προγραμματικός σχεδιασμός. Hπεριοδεία του πρωθυπουργού και του υπουργού οικονομικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει αναπτερώσει το ηθικό πολλών αλλά έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση για το ποιος είναι ο συγκεκριμένος στόχος. Ακούσαμε από τον πρωθυπουργό να λέει ότι θα αποπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ και τον υπουργό οικονομικών ότι θα ξεπληρώσουμε, και με τόκο, όλες τις υποχρεώσεις μας αλλά χρειαζόμαστε χρόνο. Ακούσαμε ότι δεν χρειαζόμαστε την επόμενη δόση των 7,5 δις, αλλά ζητήσαμε την δυνατότητα να συγκεντρώσουμε μέσω εντόκων γραμματίων 25 αντί για 15 δις Ευρώ!
Παρά τα αντιφατικά μηνύματα, κάποιο θετικό αποτέλεσμα θα προκύψει. Η Ευρώπη δεν επιδιώκει την σύγκρουση, άρα θα υπάρξει τελικά κάποιος συμβιβασμός, αφού έχει ξεκαθαριστεί από τον πρωθυπουργό ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Δεν είναι, όμως σίγουρο ότι η περιοδεία και κυρίως οι διαπραγματεύσεις θα οδηγήσουν σε αποτέλεσμα που περιμένει η πλειοψηφία της κοινωνίας. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος, η στροφή προς ένα συμβιβασμό να μην είναι αποδεκτή από σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που και - με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ – είχε βγει στα «κάγκελα» όλο αυτό το διάστημα πιστεύοντας σε «ανατροπή», «διαγραφή του 60% του χρέους» και «κατάργηση όλων των μνημονίων και μνημονιακών νόμων με έναν νόμο». Θα ψηφίσει ΟΛΗ η κοινοβουλευτική ομάδα ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έναν συμβιβασμό που δεν θα διαγράφει το 50% του χρέους και θα προωθεί «μεταρρυθμίσεις» αντί για παροχές κι αυξήσεις;
Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε, πράγματι, ώθηση σε μια νέα πολιτική συζήτηση, η παλιά πολιτική φρουρά παραμερίστηκε. Βλέπουμε ένα νέο πρωθυπουργό και νέους υπουργούς να συναντιούνται με ευρωπαίους αξιωματούχους. Η κοινωνία βγήκε από την ακινησία, στην Ευρώπη παρατηρείται κινητικότητα. Οι προσδοκίες είναι πολλές πλέον, αλλά παραμένει ζητούμενο ποιες είναι αυτές που θα ικανοποιηθούν. Και βέβαια τίθεται το ερώτημα γιατί ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς, ο Τσίπρας δεν υιοθέτησαν από την αρχή πιο υπεύθυνες και δημιουργικές θέσεις όταν ήταν ο καθένας στην αντιπολίτευση, ώστε να μπορεί να υπάρξει ένα διαφορετικό σχέδιο για αντιμετώπιση της κρίσης, και κυρίως για να μην φτάναμε στη χρεοκοπία. Αφού έτσι κι αλλιώς ο καθένας δεν τήρησε ως κυβέρνηση – και το ήξερε από πριν – αυτά που υπόσχονταν από τη θέση του αντιπολιτευόμενου.
Είναι θετικό ότι η ρητορική του «κουρέματος» και της «διαγραφής του 50-60%» του χρέους και των απειλών– που έδωσαν σημαντική ώθηση στην εκλογική άνοδο και επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ – εγκαταλείπονται πλέον και υιοθετείται από την κυβέρνηση μια πιο ρεαλιστική εκδοχή, περί «τεχνικών μείωσης του χρέους», καθώς και μια ρητορική της «συνεργασίας με τους ευρωπαίους εταίρους ώστε να βρεθούν επωφελής και για τους δύο λύσεις». Μόνο που αυτά δεν ειπώθηκαν προεκλογικά, αλλά μόνο μετεκλογικά, συνεχίζοντας την μακρά παράδοση παραπλάνησης των πολιτών (Γ.Α.Π: «λεφτά υπάρχουν», Α. Σαμαράς: «Ζάππειο Ι,ΙΙ,ΙΙΙ», Α.Τσίπρας: «ανατροπή»).
Η προηγούμενη κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) επέμενε δογματικά ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ φώναζε ότι εκείνος θα μπορούσε να διαγράψει το χρέος και να ανατρέψει την πολιτική. Η αλήθεια είναι, όμως, όπως φαίνεται και από τις κινήσεις τώρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην Ευρώπη τα πράγματα αλλάζουν, αλλά με συμβιβασμούς και στη βάση εναλλακτικών σχεδίων. Θα ήμασταν ως χώρα αλλού αν είχε επικρατήσει, το 2012, το 2013, έστω το 2014, από την τότε κυβέρνηση και από την τότε αντιπολίτευση, η «λογική» άποψη ότι: «Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, είμαι απολύτως βέβαιος ότι σύντομα θα καταφέρουμε να φτάσουμε σε μία αμοιβαίως επωφελή συμφωνία, τόσο για την Ελλάδα όσο και για ολόκληρη την Ευρώπη. Καμιά πλευρά δεν επιδιώκει τη σύγκρουση και δεν ήταν ποτέ πρόθεσή μας να δράσουμε μονομερώς στο ζήτημα του ελληνικού χρέους» (πρωθυπουργός Α. Τσίπρας).
Δεν θα ήταν πιο παραγωγικό, αν αυτή η ρεαλιστική «πολιτική» είχε υιοθετηθεί έστω από το 2012 και μετά, ώστε –αντί για «σκίσιμο των μνημονίων και διαγραφή του χρέους» ως σημαία – να διαμορφώνονταν ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα συμφωνούσε σε ένα πιο ισορροπημένο, κοινωνικά δίκαιο, εναλλακτικό σχέδιο που θα πετύχαινε όσα αναφέρει στην πρόσφατη επιστολή του ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας; Δηλαδή «να δημιουργήσουμε το δικό μας μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάκαμψης, το οποίο –μεταξύ άλλων- θα ενσωματώνει τους στόχους των πρωτογενώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των ριζικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του πελατειακού κράτους. Είμαι πεπεισμένος ότι μία συμφωνία σε αυτό το πλαίσιο θα γίνει αποδεκτή από τους εταίρους μας, αφού το κοινό μας συμφέρον είναι η οικονομική σταθερότητα και η ανάκαμψη για το κοινό μας σπίτι, την Ευρώπη». Τι σχέση έχουν αυτές οι θέσεις με όσα λέγονταν μέχρι την Κυριακή των εκλογών; Γιατί δεν προβλήθηκαν προεκλογικά;
Το κακό είναι ότι υπήρχαν εργαλεία ήδη από το 2013 ή έστω από το 2014, τα οποία δεν χρησιμοποιήσαμε ως χώρα για να προωθηθεί η αλλαγή πολιτικών και η υπέρβαση ή κατάργηση της τρόικας. Εργαλεία και πολιτικές που θα μπορούσαν να έχουν όχι μόνο την υποστήριξη της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας αλλά και των θεσμικών οργάνων και της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης στην Ευρώπη, Βορρά και Νότου.
Ήδη στις 24/2/2014 η Επιτροπή Νομισματικών και Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, και στις 13/3/2014 η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου είχαν ψηφίσει μια σημαντική έκθεση αξιολόγησης της τρόικα και της πολιτικής της – μετά από πρωτοβουλίες και πιέσεις της ομάδας μας, της Ομάδας των Πράσινων, που ζητούσε μεταξύ άλλων: Δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, αντικατάσταση της τρόικας από ευρωπαϊκό θεσμό ελεγχόμενο δημοκρατικά από το ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην πλήττει υγεία, παιδεία, κοινωνικό διάλογο, αποκατάσταση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μέτρα για την αναδιάρθρωση και την βιωσιμότητα του χρέους και πολλά άλλα.
H πλειοψηφία που είχε υποστηρίξει τις δυο εκθέσεις για την αξιολόγηση της τρόικα και της πολιτικής λιτότητας βασίστηκε σε 4 πολιτικές ομάδες: ΠΡΑΣΙΝΟΙ, Φιλελεύθεροι, Λαϊκό Κόμμα και Σοσιαλδημοκράτες. Συντάκτες ήταν δυο ευρωβουλευτές που επισκέφθηκαν τις 4 χώρες της κρίσης - και τη χώρα μας - και συνάντησαν πολλούς φορείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στα Κράτη Μέλη. Παράλληλα, οργανώθηκαν πολλές δημόσιες ακροάσεις στις Βρυξέλλες αλλά και κοινή συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου κι εκπροσώπων των εθνικών κοινοβουλίων, με ομιλητές και Έλληνες ευρωβουλευτές (ήμουν ένας από τους ομιλητές) αλλά και από άλλα Κράτη Μέλη.
Την έκθεση υπερψήφισαν τελικώς 448 ευρωβουλευτές (73%), καταψήφισαν 140 (23%) και απείχαν 27 (4%). Δεν ψήφισαν 22. Μεταξύ αυτών που καταψήφισαν την έκθεση ήταν οι ευρωβουλευτές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, για διαφορετικούς λόγους. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει την παρατήρηση ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν ξέρουν να αλλάζουν τις πολιτικές αξιοποιώντας τους κανόνες και τα εργαλεία που υπάρχουν στην διάθεσή τους. Θα μπορέσει τώρα η κυβέρνηση να αλλάξει τις πολιτικές προς προοδευτική κατεύθυνση, αλλά μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που έχουν υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο (δίκαιοι συμβιβασμοί, ευρωπαϊκό εξάμηνο, διπλό και εξαπλό πακέτο, ΟΝΕ, συντονισμός οικονομικών πολιτικών, στρατηγική Ευρώπη 2020 κα); Μακάρι να μην χαθεί άλλη μια φορά η ευκαιρία.