16 Νοεμβρίου 2011

Μπορεί να λύσουμε το μεταναστευτικό χωρίς να κατανοήσουμε τις αιτίες που οδηγούν στη μετανάστευση;

Τα τελευταία χρόνια ένα σύνολο παραγόντων αυξάνει με εκρηκτικό τρόπο τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Αφρική, την Ασία, τη Μεσόγειο προς τον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορρά. Παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατάρρευση παραδοσιακών κοινοτήτων, πολεμικές συγκρούσεις, εθνικισμοί και φυλετικές αντιπαραθέσεις, υπερεκμετάλλευση τοπικών φυσικών πόρων (αλιεύματα, δάση, νερό), αλλαγές στην τοπική οικονομία (στροφή των καλλιεργειών από τις τοπικές ανάγκες προς τις εξαγωγές), ακραία φτώχεια, διαφθορά, συγκρούσεις για τον έλεγχο των πρώτων υλών, γιγαντιαία έργα (όπως κατασκευή μεγάλων φραγμάτων) ή απλώς η αναζήτηση πιο ασφαλούς καταφυγίου για τη ζωή ή ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον οδηγούν καθημερινά χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις περιοχές τους για να βρουν μια «φιλόξενη γωνιά» στον πλουσιότερο Βορρά. Η κλιματική αλλαγή έρχεται να ενδυναμώσει τις τάσεις αυτές και να σπρώξει, μέσα στον αιώνα που διανύουμε, πάνω από 150.000.000 ανθρώπους σε αναγκαστική εγκατάλειψη των περιοχών τους. Βλέπουμε ήδη αρκετούς από αυτούς τους κλιματικούς πρόσφυγες στις γειτονιές μας.

Ο μέσος Αθηναίος με τόσα προβλήματα να τον πιέζουν δεν έχει πια χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με το μεταναστευτικό. Με ευθύνη των πολιτικών και της αυτοδιοίκησης η παρουσία μεταναστών τείνει να ταυτίζεται στο υποσυνείδητό μας ΜΟΝΟ για τους ντόπιους, στη χώρα υποδοχής. Έτσι κάποιοι «δεν αντέχουν πλέον όλους αυτούς τους μετανάστες», άλλοι ικανοποιούνται που δεν αναγκάζονται να το πουν οι ίδιοι αλλά ακραίες ομάδες. Κάποιοι δυσφορούν αλλά «υπομένουν κι αυτό το πρόβλημα». Πόσοι, όμως, ενδιαφέρονται να κατανοήσουν πραγματικά τα αίτια της μετανάστευσης και να συμβάλουν στη μετατροπή ενός θέματος από πρόβλημα σε ευκαιρία για την περιοχή τους; Πόσοι θα συμμετείχαν, στο μέτρο και στην έκταση που τους αντιστοιχεί, στη δημιουργία προϋποθέσεων και συνθηκών που να επιτρέπουν στους ανθρώπους να μένουν με τις οικογένειές τους στον τόπο τους, ζώντας μια αξιοπρεπή ζωή; Πόσοι δήμοι ή φορείς είναι έτοιμοι να αξιοποιήσουν καλά παραδείγματα από άλλες περιοχές και να παρέμβουν με προγράμματα που θα βελτίωναν τη ζωή και των ντόπιων και των μεταναστών;

Ακόμα και χώρες που ήταν κάποτε πηγή μεταναστευτικών ρευμάτων, όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία, έχουν θάψει βαθιά στο υποσυνείδητό τους τον παλιό εαυτό τους, τη δική τους ιστορία μετανάστευσης, και αντιμετωπίζουν με ελάχιστη κατανόηση τους απελπισμένους που μπήκαν στην αυλή τους από κάποια μισάνοιχτη πόρτα. Ακόμα και άνθρωποι που έχουν ζήσει για δέκα, είκοσι και τριάντα χρόνια ως μετανάστες σε κάποια άλλη χώρα, ή έχουν παντρευτεί μετανάστη ή μετανάστρια, μπορεί να δραστηριοποιούνται σε «επιτροπές κατοίκων» που θέλουν να διώξουν τους μετανάστες από τη γειτονιά τους! Το έχω βιώσει και προσωπικά, μιλώντας με ανθρώπους στον Αγ. Παντελεήμονα και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας ή μετακινούμενος με τα μαζικά μέσα μεταφοράς. Το στερεότυπο είναι απόλυτο: «ναι, και εμείς μεταναστεύσαμε, αλλά οι Έλληνες ήμασταν αλλιώς»! Ακόμα και στα σχολεία ακούν οι εκπαιδευτικοί, από παιδιά Αλβανών μεταναστών που γεννήθηκαν και ζουν πια στη χώρα μας, «τι θέλουμε όλους αυτούς τους ξένους;».

Η ιστορική μνήμη είναι ασθενής. Ξεχάσαμε ότι ο μεσογειακός πολιτισμός είναι τόσο πλούσιος γιατί υπήρχε αλληλεπίδραση πολιτισμών, ανθρώπων και φύσης. Πάντα, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο, η μετανάστευση ήταν μέρος της καθημερινότητας. Εσωτερική μετανάστευση από μια περιοχή σε μια άλλη γειτονική, επαναλαμβανόμενη μετανάστευση ορισμένες εποχές του χρόνου και επιστροφή στο σπίτι: μετακινήσεις αγροτών γης, χτιστάδων της πέτρας, εργατών σε βιομηχανίες (ιδιαίτερα σε βιομηχανίες συσκευασίας κι επεξεργασίας τροφίμων στο παρελθόν), εργαζομένων στον τουριστικό τομέα σήμερα, μετανάστευση σε άλλες χώρες με ζωντανό πάντα το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα, μετανάστευση για πάντα κάπου αλλού. Η ιστορία της Μεσογείου είναι ταυτισμένη με τη μετανάστευση. Με διάφορες μορφές μετανάστευσης, όπως και σήμερα. Η επικοινωνία ήταν ανοικτή. Η αλληλεπίδραση δεδομένη. Η ενόχληση για τη μετανάστευση είναι φαινόμενο, κυρίως, των πιο σύγχρονων εποχών, δεν ήταν θέμα που απασχολούσε παλιότερες κοινωνίες.

Τι είναι αυτό, όμως, που κάνει σήμερα τη μνήμη επιλεκτική και μας κάνει να βιώνουμε τη μετανάστευση ΜΟΝΟ ως απειλή; Τέσσερα βασικά θέματα είναι αυτά που έχουν συζητηθεί, στον ένα ή στον άλλο βαθμό:

-      η μαζικότητα της σύγχρονης μετανάστευσης που δεν δίνει επαρκή χρόνο και δυνατότητες στις σύγχρονες κοινωνίες και κυρίως στις πόλεις να ενσωματώσουν με αποτελεσματικό τρόπο και με φυσιολογικούς ρυθμούς τους νέους επισκέπτες,

-      η αδυναμία των πολιτικών θεσμών και της κοινωνίας, ιδιαίτερα στον Νότο της Ευρώπης, να σχεδιάσουν και να αναπτύξουν εγκαίρως τις πολιτικές τους για τη μετανάστευση, ώστε να καθορίσουν τις εξελίξεις αντί να τις παρακολουθούν παθητικά ή φοβικά, με αποτέλεσμα τελικώς να δημιουργούνται παραβατικές καταστάσεις και κυκλώματα,

-       η εκμετάλλευση του θέματος της μετανάστευσης από πολιτικές δυνάμεις που βασίζουν στον φόβο και στη συντήρησή του την επιδίωξή τους να κερδίσουν πολιτική και εκλογική επιρροή, αντί να επιδιώκουν την ορθολογική επίλυση των προβλημάτων,

-      η «πυκνότητα» μεταναστών που συγκεντρώνονται σε ορισμένες περιοχές αλλάζοντας τους «συσχετισμούς» μεταξύ ντόπιων και μεταναστών και ανατρέποντας την εικόνα της καθημερινότητας σε πλατείες και δρόμους όπως την είχαμε συνηθίσει.

 

Όπως και κάθε άλλο θέμα, η μετανάστευση μπορεί να έχει δυο όψεις. Η Γερμανία, το Βέλγιο, η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, για παράδειγμα, οφείλουν τη σημερινή τους ευημερία στους μετανάστες. Η γεωργία στην Ελλάδα επωφελείται από την παρουσία μεταναστών. Η παρουσία μεταναστών αναζωογόνησε χωριά και σχολεία, συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ. Σε γενικές γραμμές, όμως, στην Ελλάδα η μετανάστευση αντιμετωπίζεται με ισοπεδωτικό τρόπο ως πρόβλημα. Αυτό δεν συμβαίνει (μόνο) γιατί έχουμε μεγάλο μήκος συνόρων, αλλά κυρίως γιατί δεν υπήρξε εγκαίρως συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Η χώρα μας παρακολούθησε παθητικά τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν δημιούργησε νόμιμους δρόμους μετανάστευσης που επιτρέπουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την οργάνωση του δημόσιου χώρου μέσω της καταγραφής, της μελέτης, της διαχείρισης της μετανάστευσης. Μέσα από μια συνεκτική μεταναστευτική πολιτική, η μετανάστευση μπορεί να είναι επωφελής και για την κοινωνία υποδοχής. Από την άλλη, σίγουρα απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και ενεργή παρέμβαση στις αιτίες που οδηγούν στη μετανάστευση, κάτι που δεν μπορεί να το κάνει η κάθε χώρα από μόνη της, αλλά απαιτείται κοινή ευρωπαϊκή πολιτική.

Οι ελληνικοί δήμοι θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιήσει εγκαίρως την εμπειρία ευρωπαϊκών δήμων, ώστε να διαχειριστούν καλύτερα τον δημόσιο χώρο, να ενδυναμώσουν τις θετικές πλευρές της μετανάστευσης και να περιορίσουν τις αρνητικές ή όσες εκλαμβάνονται ως τέτοιες. Η μετανάστευση, εφόσον υπάρχει σχεδιασμένη πολιτική, προσφέρει σε μια χώρα υποδοχής οφέλη: εργατικά χέρια σε τομείς που είναι απαραίτητοι για την κοινωνία, π.χ. αγρότες γης, βοήθεια σε ηλικιωμένους, ειδικές γνώσεις και δεξιότητες, όπως η επιδιόρθωση ρούχων, συνεργασία σε μουσικά και καλλιτεχνικά σχήματα, αναζωογόνηση χωριών και σχολείων, διάσωση ασφαλιστικών ταμείων. Απαιτείται, όμως, ελαχιστοποίηση ή εξισορρόπηση των αρνητικών πλευρών της σε τομείς όπως η καθαριότητα, η πυκνότητα στον δημόσιο χώρο, η παραοικονομία, τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών μέσω εκπαίδευσης, υποστηρικτικών δομών, συνεργασία με τις μεταναστευτικές κοινότητες, προϋποθέσεις συνεύρεσης και από κοινού αντιμετώπισης των προβλημάτων.

Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν δραματικά είναι περισσότερο από αναγκαίο να αποκτήσει η πολιτική, η κοινωνία, η αυτοδιοίκηση, οι φορείς και οι πολίτες την ικανότητα να μετατρέπουν σε ευκαιρία ένα θέμα που με μια πρώτη ματιά φαίνεται σαν πρόβλημα. Και η μετανάστευση προσφέρεται για κάτι τέτοιο.

____________________________

* Ο Νίκος Χρυσόγελος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πράσινων,  εκλεγμένο μέλος του Περιφερειακού Συμβουλίου Ν. Αιγαίου.

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 16-11-2011 στην Εφημερίδα Το Ποντίκι