Με τα τωρινά δεδομένα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κλοιό. Πέρα από τις βαθύτερες αδυναμίες της που πρέπει επειγόντως να διορθωθούν, έχει να εξυπηρετήσει ένα ήδη πολύ υψηλό χρέος, την ώρα που δανείζεται από το Μηχανισμό Στήριξης με υψηλά επιτόκια και που η οικονομία της συρρικνώνεται με γρήγορους ρυθμούς.
Συμφωνώ ότι αν θεωρήσουμε δεδομένο αυτό το πλαίσιο, μια βαθιά αναδιάρθρωση είναι λογικό να θεωρείται περίπου αναπότρεπτη. Πριν την αναδιάρθρωση, όμως, χρειάζεται για λόγους διαφάνειας ένας πλήρης Λογιστικός Έλεγχος του χρέους, ώστε να δούμε αν περιλαμβάνει «απεχθή» χρέη και σε τι έκταση. Απαιτείται, επίσης, να έχουμε υπόψη ότι η αναδιάρθρωση αποτελεί υπό όρους μέρος μόνο της λύσης, όχι λύση καθεαυτή.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως, χρειάζεται να δούμε τι άλλο διαμορφώνει τον κλοιό που σφίγγει οικονομίες όπως η ελληνική, η ιρλανδική, η πορτογαλική κ.α.:
• Η περιοριστική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η πολιτική δηλαδή του «ισχυρού ευρώ», δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ανάκαμψη (και την ανταγωνιστικότητα) των πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης.
• Η μονομερής επιδίωξη αυξημένης ανταγωνιστικότητας από τις ισχυρότερες χώρες, όπως παλιότερα η Γερμανία με την «Ατζέντα 2010», έχει επίσης ανάλογο αποτέλεσμα.
• Μέρος του προβλήματος αποτελεί και ο σημερινός περιορισμένος προϋπολογισμός της Ε.Ε. με την ανεπαρκή Πολιτική Συνοχής που τον συνοδεύει.
• Με δύο λόγια: το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας πολλαπλασιάζεται και γίνεται δυσεπίλυτο, επειδή κυριαρχούν πολιτικές που επιβάλλουν σκληρότερους όρους ανταγωνισμού από ό,τι είναι πραγματικά απαραίτητο.
Για το προβληματικό αυτό ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, οι Πράσινοι έχουμε ήδη ασκήσει την κριτική μας, καταθέτοντας και αντιπροτάσεις. Σε μια Ευρώπη που θα ανοικοδομούσε ριζικά τον εαυτό της σε βιώσιμη βάση, όπως ζητά η φιλοσοφία του Green New Deal, θα ήταν πολύ ευκολότερο για τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες να διορθώσουν τις αδυναμίες τους, να καλύψουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητάς τους με λογικές θυσίες, και να μπουν σε βιώσιμη τροχιά.
Η σκέψη, λοιπόν, που θα ήθελα εδώ να καταθέσω, είναι ότι μια τέτοια αλλαγή στο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, θα απαιτούσε πιθανότατα και πολύ λιγότερες απώλειες εκ μέρους των δανειστών: Είναι σαφές ότι μια οικονομία που της δίνεται η ευκαιρία να σταθεί στα πόδια της και να λειτουργήσει αποδοτικά, μπορεί και να αποπληρώσει μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους της, από ό,τι αν καταδικαστεί σε μόνιμη ασφυξία, όπως γίνεται τώρα με τις συνταγές του Μηχανισμού Στήριξης.
Τη διάσταση αυτή, που καταδεικνύει ότι «η αλληλεγγύη συμφέρει», θα πρέπει να την καταθέσουμε εκ μέρους της ομάδας μας, τόσο στη συζήτηση για το Σύμφωνο για το Ευρώ, όσο και στο διάλογο για τη νέα ευρωπαϊκή Πολιτική Συνοχής, ενόψει του 2013.
Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε σε όλα τα επίπεδα, και τη συνολικότερη διάσταση των προτάσεών μας για την ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, όπως διατυπώνονται στο Σύμφωνο για μια Βιώσιμη Ευημερία.
Και βέβαια, η προσπάθεια να συνδεθεί το ευρώ με διαρκείς περικοπές στο κοινωνικό κράτος και διαρκείς πιέσεις σε μισθούς και συντάξεις, μακροπρόθεσμα απειλεί να διαβρώσει όχι μόνο την κοινωνική συνοχή αλλά και την Ευρωπαϊκή Ιδέα.
Για ένα τόσο σοβαρό θέμα, κανείς δε δικαιούται να πάρει καθοριστικές αποφάσεις ερήμην των πολιτών. Μόνη λύση είναι ο ουσιαστικός διάλογος και η απευθείας προσφυγή στους πολίτες. Το 2005 ο Κον Μπεντίτ είχε καταθέσει μια πρόταση για τους όρους που θα μπορούσε να τεθεί για έγκριση σε πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα το σχέδιο του ευρωσυντάγματος. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να προταθεί και τώρα. Η αλαζονεία όσων χειρίστηκαν το ευρωσύνταγμα, δεν επέτρεψε να έχουμε σήμερα θεσμοθετημένο το Ευρωπαϊκό Δημοψήφισμα. Μπορούμε, όμως, και τώρα να βρούμε κοινούς όρους δεσμευτικότητας, αρκεί να το θέλουμε.