ζώντα ζώα και μίνι παραγωγικές μονάδες, με δοκιμές νέων ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τουρνουά, διαγωνισμούς), 100 εκθέτες στο αφιέρωμα στην ενέργεια κ.α. Υπάρχουν αφιερώματα για την προβολή επιχειρήσεων της περιφέρειας, τις επιχειρηματικές ευκαιρίες στην αγορά του franchise, τον κόσμο του ποδήλατου, τα προϊόντα μοντελισμού, αθλητισμού, φωτογραφίας, τα μουσικά όργανα, τα χόμπι, τα δομικά υλικά, το αυτοκίνητο, τη γαστρονομία κ.λπ.
Για όσους αναπολούν την «Έκθεση» της νιότης τους, με τα ακροβατικά και τις Ενετικές βραδιές, μπορούν να αρκεστούν με τη φετινή ενίσχυση του πολιτιστικού χαρακτήρα της με μεγάλες συναυλίες. Γι΄αυτό και εκτιμάται ότι οι 200.000 περσινοί επισκέπτες θα αυξηθούν κατά 25%.
Κάποιοι, τώρα που η παροχολογία εξέπνευσε, κατηγορούν τη ΔΕΘ ότι είναι κρατικοδίαιτη και κακώς επιβαρύνει τους φορολογούμενους. Ο κρατισμός, βεβαίως, είναι διάχυτη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη και ο ΣΕΒ ζήτησε πρόσφατα κρατική στήριξη επειδή το 50% των επιχειρήσεων δουλεύει με ζημιές ή οριακά κέρδη. Την ίδια στιγμή διάφοροι χρωστάνε στη Ηelexpo, όπως ο Δήμος Θεσσαλονίκης με 360.000 ευρώ.
Πώς διαμορφώνεται λοιπόν το κόστος; Είδαμε ότι η εξαγγελθείσα μειωμένη παρουσία της κυβέρνησης πήγε περίπατο. Το κόστος των δαπανών των κρατικών και κυβερνητικών παραγόντων για την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 20 εκατ. ευρώ. Μόνο το κόστος μεταφοράς αγγίζει τα τρία εκατ. ευρώ.
Μπορεί το Υπουργείο Εσωτερικών να διαφημίζει ότι τα έξοδα της συμμετοχής του στη ΔΕΘ μειώθηκαν κατά 75% αλλά δεν υπολογίζει το τεράστιο κόστος της «μετακόμισης» της ΕΛ.ΑΣ. από την υπόλοιπη Ελλάδα. Μεταφέρουν 11.000 αστυνομικούς, φράχτες, ελικόπτερα, δακρυγόνα, αντλία νερού, πληρώνουν εκτός έδρας, καύσιμα, υπερωρίες, διαμονή κτλ. Αν συνυπολογίσουμε και τα αντίστοιχα έξοδα των διαδηλωτών, τους τραυματίες, τα σπασμένα μαγαζιά, την απώλεια μεροκάματων και εσόδων, το κόστος γίνεται τεράστιο. Και υπεύθυνη γι΄αυτό δεν είναι η ΔΕΘ αλλά η εκάστοτε κυβέρνηση και η πολιτική της. Και για πάψει η εβδομάδα της σπατάλης, της ταλαιπωρίας, της κομματικής φιέστας, αρκεί να σταματήσει η άνοδός της.
Η ΔΕΘ είναι θεσμός που εξελίχθηκε από εμποροπανήγυρη σε κεντρικό γεγονός, αντίστοιχο των άλλων διεθνών εκθέσεων. Παρακολουθεί από το 1925 τις μεταβολές στη δομή της ελληνικής οικονομίας, άντεξε στις μεταπολεμικές επιθέσεις για να κατέβει στην Αθήνα και θα αντέξει και στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Όχι μόνο γιατί βρήκε κάποτε λαϊκή ανταπόκριση ούτε γιατί -όπως έλεγε ο Ι. Βελλίδης- μπορεί να «λειτουργεί τρεις βδομάδες αλλά δίνει ζωή στη Θεσσαλονίκη έξι μήνες». Αλλά γιατί απέδειξε ότι μπορεί να εξελίσσεται, να προσαρμόζεται και να συσπειρώνει.
Έχουμε χορτάσει μετά το 1990, βέβαια, από κούφιους μεγαλοϊδεατισμούς για διείσδυση στα Βαλκάνια κτλ. Πάντως παρά την κακή διεθνή εικόνα της Ελλάδας σήμερα, η Θεσσαλονίκη μπορεί πράγματι να εξελιχθεί σε μεγάλο περιφερειακό εκθεσιακό κέντρο για τις περιοχές Βαλκανίων, Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής.
Η ΔΕΘ θα πρέπει να μετεγκατασταθεί στη Σίνδο και τα υπάρχοντα κτίρια να ενταχθούν σε ένα συνολικό σχεδιασμό αναβάθμισης του πρασίνου και των λειτουργιών της πόλης.
Είναι ενδιαφέρον ότι τέθηκε θέμα επανένωσης HELEXPO AE και ΔΕΘ ΑΕ, που προέκυψαν από τη διάσπαση του εθνικού εκθεσιακού φορέα το 1999 για να ιδιωτικοποιηθεί ο επιχειρησιακός βραχίονας. Μια από τις «ακατανόητες» επιπτώσεις είναι ότι η HELEXPO πληρώνει ενοίκιο στη ΔΕΘ 6 εκ. ευρώ ετησίως.
Υπάρχει σίγουρα ανάγκη δημιουργίας νέου εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, ενίσχυση της εκθεσιακής δραστηριότητας της ΔΕΘ, εμπνευσμένο νέο επιχειρησιακό σχέδιο, σύνδεση με τη Ζώνη Καινοτομίας. Και κυρίως, έμπνευση και εξωστρέφεια.