οικονομική πολιτική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η πρόταση αυτή ενσωματώθηκε από τον Πράσινο Γερμανό ευρωβουλευτή Sven Giegold, ως εισηγητή, στην περσινή ετήσια έκθεση του ευρωκοινοβουλίου «Για την Κατάσταση του Ευρώ και της Ευρωζώνης». Η Έκθεση Giegold, μαζί της και η πρόταση για τα ευρωομόλογα, υιοθετήθηκε με συντριπτική πλειοψηφία και ευρύτατη διακομματική αποδοχή από την ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 25.3.2010, λίγο πριν τη Σύνοδο της ευρωζώνης που αποφάσισε τη δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης για τη χώρα μας.
Εντασσόταν στην πρόταση των Πράσινων για ένα πράσινο New Deal, που συμπεριλάμβανε την έκδοση ειδικού πανευρωπαϊκού ομολόγου για πράσινες επενδύσεις και πράσινη στροφή της οικονομίας, και συνδυαζόταν με την πρόταση οι δημόσιες επενδύσεις στην πράσινη οικονομία να εξαιρούνται από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας για τα ελλείμματα και τα χρέη.
Στην Ελλάδα, την πρόταση για το ευρωομόλογο υποστήριξαν από την αρχή οι Οικολόγοι Πράσινοι, με ελάχιστη δυστυχώς δημοσιότητα. Σχετική γραπτή ερώτησή μας κατατέθηκε στο ευρωκοινοβούλιο στις 12 Απριλίου, πριν ακόμη την ελληνική προσφυγή στο Μηχανισμό.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα γνώριζε τόσο την πρόταση του ευρωκοινοβουλίου όσο και για τη σημασία της. Οι περισσότεροι Έλληνες ευρωβουλευτές την είχαν υπερψηφίσει (αρνητικό ήταν μόνο το ΚΚΕ και απείχε ο ΣΥΡΙΖΑ) ενώ η σύνδεση με το πρόβλημα των spreads μνημονευόταν ρητά στο ίδιο το κείμενο της Έκθεσης.
Παρόλα αυτά, η πρόταση για τα ευρωομόλογα «πνίχτηκε» επίμονα:
- Από την κυβέρνηση και τους υπόλοιπους υποστηρικτές του Μνημονίου, γιατί υπονόμευε τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.
- Από τη (θεωρητικά κατά του Μνημονίου) Νέα Δημοκρατία, απρόθυμη να έρθει σε σύγκρουση με τις συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που απορρίπτουν την πρόταση των ίδιων τους των ευρωβουλευτών ως «μήνυμα δημοσιονομικής χαλάρωσης».
- Από την εγχώρια Αριστερά που, αντίθετα με την πλειοψηφία της πολιτικής της ομάδας είχε ήδη απορρίψει στο ευρωκοινοβούλιο τη μόνη πρόταση που θα μπορούσε να αποτρέψει το Μνημόνιο.
Τελικά, από τις αρχές Δεκεμβρίου η πρόταση για ευρωομόλογα έγινε και στη χώρα μας πρωτοσέλιδο, μέσω του κ. Γιούνκερ και των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων. Το μέχρι τότε, όμως, επικοινωνιακό εμπάργκο προστάτευσε αποτελεσματικά την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα από ερωτήματα με εκρηκτικό πολιτικό κόστος:
- Γιατί οι πολίτες κρατήθηκαν στο σκοτάδι για τις επιλογές που είχε μπροστά της η χώρα;
- Με ποια κριτήρια η πολιτική ηγεσία παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των προτάσεων του ευρωκοινοβουλίου, επιβαρύνοντας τελικά τη χώρα με ένα βαρύτατο τίμημα;
Ήδη ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει πανευρωπαϊκή συλλογή υπογραφών με αίτημα να κατατεθεί νομοθετική πρόταση για να συζητήσει η Κομισιόν το θέμα. Στελέχη του εύχονται δημοσίως να… πειστεί (ξανά;) το ευρωκοινοβούλιο να στηρίξει την πρόταση των ευρωομολόγων!
Το θέμα είναι, όμως, ότι η τωρινή πρόταση απλώς συμπληρώνει το Μηχανισμό Στήριξης και δεν τον αντικαθιστά, ενώ παραμένουν οι δεσμεύσεις μας για υψηλότατα επιτόκια. Ακόμη χειρότερα, θεωρείται πλέον δεδομένη η θεραπεία-σοκ που έχει οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά και πολυετή ύφεση, ενώ μέχρι και τον περασμένο Μάρτιο οι επίσημες αποφάσεις της ευρωζώνης αποδεχόταν ομόφωνα ότι τα πριν το Μνημόνιο μέτρα ήταν «επαρκή για το 2010» . Πρόσφατα ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Βαν Ρόμπαϊ, μου απάντησε ότι "Οι όροι που θα τεθούν μαζί με τα Ευρωομόλογα θα είναι ακόμη πιο αυστηροί από αυτούς του Μηχανισμού Στήριξης".
Τελικά, η αδιαφάνεια και η υποκρισία στο δημόσιο διάλογο φαίνεται ότι μόνο για λίγο μπορεί να κρύψει τη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος. Το τίμημα για τη χώρα, όμως, είναι υψηλότατο.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία της Κυριακής 23/1/2011