Του Νίκου Χρυσόγελου

Πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων,

Συμπρόεδρος των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

@chrysogelos

www.chrysogelos.gr

 

To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 19.1.2019 στο TVXS https://tvxs.gr/news/ellada/makedoniko-ena-problima-poy-anazita-lyseis-alla-gkremizei-karieres 

Όταν τον Μάιο 2013 ως ευρωβουλευτής των Πράσινων είχα υπερψηφίσει, έστω με μερικές επιφυλάξεις, την ‘Έκθεση του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, κρίνοντας ότι ήταν μια καλή βάση για την επίλυση του προβλήματος, αρκετοί μου επιτέθηκαν. Τότε ήμουν ο μόνος Έλληνας ευρωβουλευτής που τόλμησε να τοποθετηθεί θετικά σε ένα ψήφισμα που κατά τα άλλα ήταν πολύ υποστηρικτικό στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας δίκαιας και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ αλλά και της εξάλειψης των εθνικισμών και του αλυτρωτισμού. Ορισμένοι έλληνες συνάδελφοι (που εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας) δεν τόλμησαν τότε να υπερψηφίσουν, φοβούμενοι τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Ήξεραν, όμως, ότι δεν μπορούσαν να πείσουν τους υπόλοιπους ευρωβουλευτές για τα ανορθολογικά επιχειρήματα του πολιτικού κόσμου μας για το θέμα. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν χαρακτηριστικό: 505 υπέρ, 61 κατά, 14 λευκά. Ήμουν, όμως, ο μόνος έλληνας ευρωβουλευτής ανάμεσα στους 505 που την είχε υπερψηφίσει γιατί ήταν ένα εν δυνάμει εργαλείο για την δίκαιη επίλυση του προβλήματος μέσα από έναν συμβιβασμό.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην διακοινοβουλευτική συνάντηση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κοινοβουλίου ΠΓΔΜ που πραγματοποιήθηκε 22 και 23 Μαΐου 2013 στο Στρασβούργο, το κείμενο συμπερασμάτων υπερψηφίστηκε ομόφωνα από όλους τους ευρωβουλευτές (Έλληνες και ξένους) όλων των πολιτικών ομάδων και τους βουλευτές της ΠΓΔΜ που συμμετείχαν. Στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν αρκετοί Έλληνες ευρωβουλευτές, μεταξύ των οποίων και εγώ (ως εισηγητής για θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος). "Η για πρώτη φορά ομόφωνη ψήφιση κειμένου δείχνει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν, κάτω από ορισμένες συνθήκες και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, πνεύμα καλής θέλησης και πρωτοβουλίες για πραγματική επίλυση των διαφορών" είχα δηλώσει τότε.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα ένα τόσο κεντρικό θέμα - που έχει ρίζες πίσω στον 19ο αιώνα, όταν γίνονταν προσπάθεια συγκρότησης κρατών στη βάση εθνικών μύθων και καθαρότητας - αντιμετωπίστηκε με προχειρότητα και συχνά με καιροσκοπισμό. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν έχουμε εκπλαγεί, λοιπόν, από την μικροκομματική διαχείριση του «Μακεδονικού» και σήμερα. Είναι ένα θέμα που κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με πολλά στοιχεία ανορθολογικότητας και εθνικιστικών υπερβολών και στην γειτονική και στην δική μας χώρα. Γρήγορα περιθωριακές ομάδες και πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν εκλογικά εκμεταλλευόμενοι το θυμικό των πολιτών και την απουσία μιας σοβαρής, ψύχραιμης και τεκμηριωμένης πολιτικής συζήτησης.

Μια αντιπαράθεση με …ιστορία

Το «Μακεδονικό» έπρεπε να έχει λυθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πριν οι δύο κοινωνίες μπολιαστούν με εθνικιστικές υπερβολές που δεν διευκολύνουν την υιοθέτηση μιας έντιμης και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης.

Ένας συμβιβασμός δεν είναι ποτέ τέλειος. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι είναι η μόνη δυνατότητα επίλυσης τόσο πολύπλοκων θεμάτων, όπως η ονομασία μιας χώρας που μοιράζεται μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής χωρίς, με το όνομά της και τον εθνικό της μύθο, να διεκδικεί μοναδικότητα στον γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Ένας έντιμος συμβιβασμός σε αυτό το θέμα δεν πρέπει ν’ αφήνει κάποια από τις κοινωνίες με την αίσθηση της ήττας και της ταπείνωσης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι σταθεροποιητικός μακροχρόνια.

Η Συμφωνία για την εξεύρεση μια συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι στα (λίγα) θετικά της διακυβέρνησης Α. Τσίπρα (με την καθοριστική όμως υποστήριξη των Ευρωπαίων και των Αμερικανών). Αλλά αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν ο Ζάεφ δεν άλλαζε τους συσχετισμούς.

Δυστυχώς, η Ελλάδα έκανε αργά στροφή από τον ακραίο λαϊκισμό κι εθνικισμό του «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» στον ρεαλισμό της σύνθετης ονομασίας, όταν όμως κυριαρχούσε πλέον ο Γκρουέφσκι στην γειτονική χώρα. Η χώρα μας είχε χάσει την ευκαιρία για μια ισορροπημένη λύση που προσέφερε το Πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Έτσι μέχρι πρόσφατα ήταν αδύνατη η συζήτηση για έναν έντιμο συμβιβασμό.

Ευτυχώς που σήμερα ένας ευρωπαϊκά προσανατολισμένος πολιτικός όπως ο Ζάεφ κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανατρέψει μια κατάσταση που έμοιαζε μη αναστρέψιμη, αξιοποιώντας το χαρτί της ευρωπαϊκής κι ευρω-ατλαντικής προοπτικής της χώρας, ακριβώς αυτό που μια χούφτα άνθρωποι είχαμε υποστηρίξει ξεκάθαρα και στην Ελλάδα, έστω κι αν πολλοί μας επιτέθηκαν άγρια.

Αν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ήμασταν στην ελληνική Βουλή, θα ψηφίζαμε έστω και με μια κριτική προσέγγιση την συμφωνία, χωρίς αυτό να υπονοούσε ή να έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στη σημερινή κυβέρνηση, γιατί είμαστε μια πολιτική δύναμη που μπορεί να προωθεί πολιτικές και να τοποθετείται με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας, να συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων έχοντας μια στρατηγική αυτόνομης πολιτικής πορείας, όχι συνιστώσας σε κάποιο κόμμα.

Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης για ανιστόρητες θέσεις

Όλος αυτός ο παραλογισμός που κυριαρχεί αυτόν τον καιρό αποδεικνύει την παρακμή του πολιτικού μας συστήματος. Η στάση της αντιπολίτευσης είναι ακατανόητη, ιδιαίτερα όταν έχει διαχειριστεί στο παρελθόν πλευρές της υπόθεσης και δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο παρά το εμπάργκο, τις καταγγελίες και κάθε είδους προσπάθεια που κατέβαλε (1).

Η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι επίσημη, δημόσια καταγεγραμμένη στον ΟΗΕ ήδη από το 1945. Είναι σημαντικό ότι στην συμφωνία διευκρινίζεται ότι έχει σλαβικές ρίζες. Το Ελληνικό κράτος έχει, όμως, εκδώσει σχετικό βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να διδάσκεται στα σχολεία, ενώ σημαντικοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμα και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς αναφέρονται σε μια …γλώσσα «που μιλούσαν οι ντόπιοι».

Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η αντιπολίτευση στο θέμα ισχυριζόμενη ότι «παραχωρήθηκε η Μακεδονική γλώσσα», όταν οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν φυσικά μια τέτοια γλώσσα;

Πώς είναι δυνατόν 25 και χρόνια μετά, να επανέρχονται πολιτικές δυνάμεις στην ισοπεδωτική και ζημιογόνα για τη χώρα άρνηση μιας συμβιβαστικής λύσης;

Πώς είναι δυνατόν αντί να επιλύσουμε το ζήτημα να κινδυνεύουμε να πέσουμε σε βαθύ διχασμό με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης;

Οι ευθύνες της κυβέρνησης για την διαχείριση με μικρότητα ενός μεγάλου θέματος

Παρά την θαρραλέα στάση προώθησης συμβιβασμού στο θέμα, που πρέπει κανείς να του αναγνωρίσει, η διαχείριση της υπόθεσης από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα είχε το στοιχείο της μικροκομματικής τακτικής. Αντί να επιδιώξει μια ευρεία συμμαχία που θα στήριζε στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την συμβιβαστική λύση, για την οποία δεν είχαν στο ελάχιστο προετοιμαστεί οι πολίτες, διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο ώστε να προκαλέσει διχασμό στην αντιπολίτευση και βαθιά πόλωση. Θα μπορούσε να καλέσει τα δημοκρατικά κόμματα και να διαμορφώσει μια ευρεία συμμαχία ώστε να ενημερωθεί σωστά και η κοινωνία. Να προσκαλέσει σε ουσιαστικό διάλογο χωρίς επιθετικές κορώνες φορείς και κόμματα ώστε να αναλυθούν τα θέματα αλλά και τα αντιμετωπιστούν τα στερεότυπα κάθε πλευράς. Υπάρχουν τόσα άλλα θέματα στα οποία υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση, δεν υπήρχε λόγος σε ένα τόσο δύσκολο θέμα να ανοίξει ο πρωθυπουργός μέτωπο αντιπαράθεσης. Στο ζήτημα αυτό έπρεπε να εξασφαλίσει ευρύτατη πολιτική και κοινωνική υποστήριξη. Ενώ η πρωτοβουλία επίλυσης ήταν σωστή, η κυβέρνηση την διαχειρίστηκε με μικρο-κομματική αντίληψη.

Οι τακτικισμοί αυτοί δεν συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σε άλλα θέματα. Αυτοί οι τακτικισμοί είναι που μετέτρεψαν έναν ψεκασμένο (Καμμένος) σε "πολιτικό αρχηγό" που μπορούσε να καθορίζει πολιτικές εξελίξεις. Η πολιτική των τακτικισμών είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί στην πραγματικότητα, για χάρη του Π. Καμμένου, ο Υπουργός Εξωτερικών που χειρίστηκε το θέμα, ο οποίος (Καμμένος) έφυγε τώρα από την κυβέρνηση και σηκώνει τη σημαία της «πατριωτικής ανταρσίας, της απόρριψης της Συμφωνίας και της κατεδάφισης της κυβέρνησης (στην οποία συμμετείχε μέχρι πριν από λίγες ημέρες). Θα έλεγε κάποιος ότι πλέον οι γελοιογράφοι δεν μπορούν να σκεφθούν κάτι πιο αστείο από την σημερινή πολιτική πραγματικότητα!

Είναι δίκαιη η συμβιβαστική λύση για την δική μας πλευρά;

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι όπως και κάθε συμβιβασμός, έτσι και η Συμφωνία των Πρεσπών και οι τροπολογίες στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, αποτελούν μια σχετικά ικανοποιητική βάση επίλυσης μιας μακροχρόνιας και συναισθηματικά φορτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Η αλλαγή του ονόματος σε Βόρεια Μακεδονία και η υιοθέτηση από μια μεγάλη πλειοψηφία 81 βουλευτών των αλλαγών άρθρων του Συντάγματος που περιορίζουν δραστικά θέματα «αρχαιοποίησης» κι εκμετάλλευσης της ιστορίας αλλά κι αλυτρωτισμού, αν και σήμερα θεωρούνται «δεδομένα», έμοιαζαν μακρινά όνειρα μερικά χρόνια πριν.

Στα Βαλκάνια όπου κυριαρχούν ακόμα οι εθνικισμοί, ο Ζάεφ κατάφερε να διαλύσει στην πραγματικότητα το πανίσχυρο κάποτε - χάρη και στους δικούς μας ...εθνικιστές - VMRO, το εθνικιστικό κόμμα που απέδειξε ότι ο εθνικισμός είναι ένα καλό εργαλείο πλουτισμού ορισμένων. Θυμίζουμε ότι ο πρώην αρχηγός του κατηγορείται ότι πήρε μίζες από όλη αυτή την γελοιότητα με τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου. Όμως, αυτός ο φυγόδικος, πλέον, πολιτικός που αξιοποίησε στο έπακρο τα λάθη μας και τα εθνικιστικά συνθήματα («η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική») για να κυριαρχεί επί μακρόν στη χώρα του, είχε μια πολύ σκληρή εθνικιστική στάση, όπως γνωρίζουν καλά και οι έλληνες πολιτικοί που βρέθηκαν απέναντί του, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ακόμα και όταν του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα.

Το μπαλάκι είναι τώρα στην ελληνική πλευρά. Έχουμε φτάσαμε κοντά σε μια σχετικά ισορροπημένη συμφωνία. Τώρα είναι η ώρα των επιλογών. Είτε θα χαράξουμε μια νέα στρατηγική για να κατοχυρώσουμε τα «κεκτημένα» και να συνεργαστούμε μακροπρόθεσμα ώστε να εξαλειφθούν οι όποιες εθνικιστικές ανοησίες στην γειτονική χώρα μέσω της αλληλο-γνωριμίας και του αμοιβαίου σεβασμού, είτε θα απορρίψουμε τη Συμφωνία με ότι κινδύνους συνεπάγεται αυτό.

Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία των Πρεσπών; Πιθανόν, αν είχαμε αποδεχθεί το Πακέτο Πινέιρο το 1992 πριν συμβούν όσα συνέβησαν από τότε, πριν ξεκινήσει η εθνικιστική υστερία στην γειτονική χώρα. Αλλά τότε, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας αδυνατούσε να δει ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας μας, και παρασύρονταν σε μια εθνικιστική υστερία που αδυνατούσε να κατανοήσει οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος.

Θα μπορούσε η λύση να είναι καλύτερη αν είχαν αξιοποιηθεί ευρωπαϊκά κείμενα και πολιτικές, για παράδειγμα οι εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως η “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ που είχε υπερψηφίσει το Ευρωκοινοβούλιο το 2013.

Θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμφωνία στο θέμα του ονόματος, όπως πχ το Νέα Μακεδονία, ή η γλώσσα να ονομάζονταν «Macedonski”, αντί «Macedonian”.

Οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι επικριτές της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει, όμως, να σκέφτονται πάντα ότι μόλις λίγα χρόνια πριν έμοιαζε απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε συμβιβαστική συμφωνία που θα διασφάλιζε ότι το όνομα της γειτονικής χώρας δεν θα δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δική μας Μακεδονία. Οι ίδιοι οι επικριτές της Συμφωνίας στην δημόσια συζήτηση είχαν επικεντρώσει εδώ και 25 χρόνια κυρίως στο θέμα της ονομασίας ως το σύμβολο του «αλυτρωτισμού», άρα είχαν θεωρήσει δευτερεύοντα άλλα θέματα.

Με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, όχι προς το παρελθόν

Το πιο καθοριστικό ήταν και παραμένει ως ζητούμενο, ο συνδυασμός της συμβιβαστικής λύσης για την ονομασία με μια μακροχρόνια πολιτική καλής γειτονίας, που θα βοηθήσει τη γειτονική χώρα να στραφεί στο μέλλον, αντί να προσπαθεί να συγκροτήσει την ταυτότητά της στη βάση μιας “αρχαιοποίησης” που δεν έχει ιστορική βάση. Και που θα την κάνει καλό εταίρο μας σε μια περιοχή όπου υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων διεθνών παιχτών όπως είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Όσοι ισχυρίζονται ότι μπορούμε ως χώρα να απορρίψουμε την Συμφωνία των Πρεσπών και να διαπραγματευτούμε στο μέλλον μια καλύτερη, κρύβονται πίσω από το δάκτυλο τους. Κάνουν πολιτική χωρίς στοιχειώδη τεκμηρίωση δεδομένων, θεωρούν υλοποιήσιμη μια εξωπραγματική επιθυμία τους, αν και δεν τα κατάφεραν τόσα χρόνια.

Αν δεν “περάσει” η Συμφωνία κατά την ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή, δεν θα υπάρξει καλύτερη λύση στο μέλλον. Και η γειτονική χώρα θα ονομαστεί οριστικά σκέτο «Μακεδονία», ενώ αλυτρωτικές κι εθνικιστικές πολιτικές θα επιστρέψουν πολύ πιο δυνατές. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά το μέλλον μιας χώρας στα σύνορά μας που θα μετατραπεί σε «εχθρό», δεν πρόκειται να την έχουμε ως καλό γείτονα κι εταίρο.

Η συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να έχει μεγάλη κοινωνική και πολιτική υποστήριξη. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ευθύνονται για την ακραία πόλωση. Η ακραία επιχειρηματολογία είτε από την πλευρά της ΠΓΔΜ είτε από την δική μας πλευρά δεν έγινε αποδεκτή ποτέ σε διεθνές επίπεδο. Τα κόμματα έπρεπε να έχουν προετοιμάσει την κοινωνία για τον συμβιβασμό. Έτσι δεν θα κινδύνευαν κι αυτά και κυρίως δεν θα υιοθετούσαν καταστροφικές πολιτικές για τη χώρα από την αγωνία μήπως ξεπεραστούν από εθνικιστικά και ακροδεξιά μορφώματα. Η αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί να βασίζεται σε μια στρατηγική υιοθέτησης του λόγου τους, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να βασίζεται στην ανάδειξη, μέσω δημοκρατικού διαλόγου και επιχειρημάτων, των πραγματικών δεδομένων, στερώντας τους το γόνιμο εδάφος που δημιουργεί ο φόβος και η άγνοια, ότι δηλαδή διευκολύνει την ανάπτυξη των δυνάμεων αυτών.

Με την προϋπόθεση ότι έχουμε ως Ελλάδα μια δυναμική συμμετοχή και ενεργό ρόλο, τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να μετατραπούν από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο πρότυπο συνεργασίας και καλής γειτονίας. Απουσιάζει προς το παρόν μια τέτοια δύναμη από τα Βαλκάνια που θα αλλάξει το παιχνίδι. Θέλουμε και μπορούμε, όμως, ως κοινωνία να παίξουμε αυτόν τον ρόλο για λόγους ειρήνης, καλής γειτονίας, οικονομικής προοπτικής και βιωσιμότητας, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον;

(1) Σημειώσεις:

-  1945: δηλώνεται ως επίσημη γλώσσα της “Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας” η “Μακεδονική. Το ελληνικό κράτος έχει εκδώσει το 1925 το βιβλίο “ABECEDAR” για την διδασκαλία της γλώσσας σε “ντόπιους”.

- Ο Κ. Καραμανλής υπογράφει στις 18 Ιουνίου 1959, διακρατική συμφωνία με την τότε Γιουγκοσλαβία, όπου αναφέρεται και η "Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας".

- 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς συνυπογράφει ως υπουργός εξωτερικών την απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την διαδοχή της από τις Δημοκρατίες, ενώ εκδίδεται και ο Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 3567/91, όπου αναγνωρίζεται η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και αναφέρονται ρητά τα κράτη που δημιουργούνται, μεταξύ άλλων η "Δημοκρατία της Μακεδονίας", 

(ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 3567/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Δεκεμβρίου 1991
περί του καθεστώτος που εφαρμόζεται στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής των Δημοκρατιών
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Μακεδονίας και της Σλοβενίας" 

  • Η γλώσσα της ΠΓΔΜ συζητήθηκε και στην 3η Συνδιάσκεψη για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων (111/16 National Standardization), που πραγματοποιήθηκε την Αθήνα το 1977 έστω και για προχωρήσει για λόγους τυποποίησης (standardization) ο μεταγραμματισμός των γεωγραφικών ονομάτων (transliteration) με λατινικά γράμματα βάσει συστημάτων μεταγραμματισμού. Στην Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζεται ότι “η γλώσσα αυτή ανήκει στην ομάδα των νοτιο-σλαβικών γλωσσών”

(2) Χάρτες με την "Μακεδονία" σε διαφορετικούς χρόνους

 

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν έχουμε εκπλαγεί από την μικροκομματική διαχείριση του «Μακεδονικού», ενός θέματος που έχει ρίζες πίσω στον 19ο αιώνα, όταν γίνονταν προσπάθεια συγκρότησης κρατών στη βάση εθνικών μύθων και καθαρότητας. Είναι ένα θέμα που κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με πολλά στοιχεία ανορθολογικότητας και εθνικιστικών υπερβολών και στην δική μας χώρα και στην γειτονική. Γρήγορα περιθωριακές ομάδες και πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν εκλογικά εκμεταλλευόμενοι το θυμικό των πολιτών και την απουσία μιας σοβαρής, ψύχραιμης και τεκμηριωμένης πολιτικής συζήτησης.

Μια αντιπαράθεση με …ιστορία

Το «Μακεδονικό» έπρεπε να έχει λυθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πριν οι κοινωνίες μπολιαστούν με εθνικιστικές υπερβολές που δεν διευκολύνουν την υιοθέτηση  μιας έντιμης και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης. Ένας συμβιβασμός δεν είναι ποτέ τέλειος. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι είναι η μόνη δυνατότητα επίλυσης τόσο πολύπλοκων θεμάτων, όπως η ονομασία μιας χώρας που μοιράζεται μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής χωρίς με το όνομά της και τον εθνικό της μύθο να διεκδικεί μοναδικότητα στον γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Ένας έντιμος συμβιβασμός σε αυτό το θέμα δεν πρέπει ν’ αφήνει κάποια από τις κοινωνίες με την αίσθηση της ήττας και της ταπείνωσης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση - αν δεν είναι ισορροπημένος δηλαδή -  δεν θα είναι σταθεροποιητικός μακροχρόνια.

Η Συμφωνία για την εξεύρεση μια συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι στα (λίγα) θετικά της διακυβέρνησης Τσίπρα (με την καθοριστική όμως υποστήριξη των Ευρωπαίων και των Αμερικανών). Αλλά αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν ο Ζάεφ δεν άλλαζε τους συσχετισμούς. Δυστυχώς, η Ελλάδα έκανε αργά στροφή στον ρεαλισμό, όταν κυριαρχούσε πλέον ο Γκρουέφσκι. Είχε χάσει την ευκαιρία για μια ισορροπημένη λύση που προσέφερε το Πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90.  Ευτυχώς που ένας πολιτικός όπως ο Ζάεφ κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανατρέψει μια κατάσταση που έμοιαζε μη αναστρέψιμη, αξιοποιώντας το χαρτί της ευρωπαϊκής κι ευρωατλαντικής προοπτικής της χώρας του, ακριβώς αυτό που μια χούφτα άνθρωποι είχαν υποστηρίξει ξεκάθαρα και στην Ελλάδα, έστω κι αν πολλοί τους επιτέθηκαν. Αν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ήμασταν στην ελληνική Βουλή, θα ψηφίζαμε έστω και με μια κριτική προσέγγιση, την συμφωνία, χωρίς αυτό να υπονοούσε ή να έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην σημερινή κυβέρνηση. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είναι μια πολιτική δύναμη που μπορεί να προωθεί πολιτικές και να τοποθετείται με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας, να συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων έχοντας μια στρατηγική αυτόνομης πολιτικής πορείας, όχι συνιστώσας σε κάποιο κόμμα. 

Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης για ανιστόρητες θέσεις

Η στάση της αντιπολίτευσης είναι ακατανόητη, ιδιαίτερα όταν έχει διαχειριστεί στο παρελθόν πλευρές της υπόθεσης και δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο. Η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι επίσημη, δημόσια καταγεγραμμένη στον ΟΗΕ ήδη από το 1945. Είναι σημαντικό ότι στην συμφωνία διευκρινίζετε ότι έχει  σλαβικές ρίζες. Το Ελληνικό κράτος έχει, όμως, εκδώσει σχετικό βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να διδάσκεται στα σχολεία, ενώ σημαντικοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμα και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς αναφέρονται σε μια …γλώσσα «που μιλούσαν οι ντόπιοι». Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η αντιπολίτευση στο θέμα ισχυριζόμενη ότι «παραχωρήθηκε η Μακεδονική γλώσσα», όταν οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν φυσικά μια τέτοια γλώσσα;

Οι ευθύνες της κυβέρνησης για διαχείριση με μικρότητα ενός μεγάλου θέματος

Όμως και η διαχείριση της υπόθεσης από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα είχε το στοιχείο της μικροκομματικής τακτικής. Αντί να επιδιώξει μια ευρεία συμμαχία που θα στήριζε στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την συμβιβαστική λύση, για την οποία δεν είχαν στο ελάχιστο προετοιμαστεί οι πολίτες, διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο ώστε να προκαλέσει διχασμό στην αντιπολίτευση και βαθιά πόλωση. Θα μπορούσε να καλέσει τα δημοκρατικά κόμματα και να διαμορφώσει μια ευρεία συμμαχία ώστε να ενημερωθεί σωστά και η κοινωνία. Να προσκαλέσει σε ουσιαστικό διάλογο, χωρίς επιθετικές κορώνες, φορείς και κόμματα ώστε να αναλυθούν τα θέματα αλλά και τα αντιμετωπιστούν τα στερεότυπα κάθε πλευράς. Υπάρχουν τόσα άλλα θέματα στα οποία υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση, δεν υπήρχε λόγος σε ένα τόσο δύσκολο θέμα να ανοίξει ο πρωθυπουργός μέτωπο αντιπαράθεσης. Στο ζήτημα αυτό έπρεπε να εξασφαλίσει ευρύτατη πολιτική και κοινωνική υποστήριξη. Ενώ η πρωτοβουλία επίλυσης ήταν σωστή, η κυβέρνηση την διαχειρίστηκε με μικρο-κομματική αντίληψη. Οι τακτικισμοί αυτοί δεν συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σε άλλα θέματα. Αυτοί οι τακτικισμοί είναι που μετέτρεψαν έναν ψεκασμένο (Καμμένος) σε "πολιτικό αρχηγό" που μπορούσε να καθορίζει πολιτικές εξελίξεις.

Είναι δίκαιη η συμβιβαστική λύση για την δική μας πλευρά;

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι όπως και κάθε συμβιβασμός, έτσι και  η Συμφωνία των Πρεσπών και οι τροπολογίες στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, αποτελούν μια σχετικά ικανοποιητική βάση επίλυσης μιας μακροχρόνιας και συναισθηματικά φορτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Η αλλαγή του ονόματος - όσο κι αν την θεωρούμε σήμερα «δεδομένη» - σε Βόρεια Μακεδονία και οι υιοθέτηση από μια μεγάλη πλειοψηφία  81 βουλευτών των αλλαγών άρθρων του Συντάγματος που περιορίζουν δραστικά θέματα «αρχαιοποίησης» κι εκμετάλλευσης της ιστορίας αλλά κι αλυτρωτισμού, δεν ήταν εφικτό να συμβούν μερικά χρόνια πριν.

Θεωρούμε σημαντικό ότι ο Ζάεφ κατάφερε να διαλύσει στην πραγματικότητα το πανίσχυρο κάποτε - χάρη και στους δικούς μας ...εθνικιστές - VMRO, το εθνικιστικό κόμμα που απέδειξε ότι ο εθνικισμός είναι ένα καλό εργαλείο πλουτισμού ορισμένων. Θυμίζουμε ότι ο πρώην αρχηγός του κατηγορείται ότι πήρε μίζες από όλη αυτή την γελοιότητα με τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου. Όμως, αυτός ο πολιτικός που αξιοποίησε στο έπακρο τα λάθη μας και τα εθνικιστικά συνθήματα («η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική»), είχε μια πολύ σκληρή εθνικιστική στάση, όπως γνωρίζουν καλά και οι έλληνες πολιτικοί που βρέθηκαν απέναντί του, και δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ακόμα και όταν του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα.

Το μπαλάκι είναι τώρα στην ελληνική πλευρά. Κινδυνεύουμε, όμως, με ένα βαθύ διχασμό με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης, όταν έχουμε φτάσαμε κοντά σε μια σχετικά ισορροπημένη συμφωνία. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία των Πρεσπών; Πιθανόν, αν είχαμε αποδεχθεί το Πακέτο Πινέιρο το 1992 πριν συμβούν όσα συνέβησαν από τότε, πριν ξεκινήσει η εθνικιστική υστερία στην γειτονική χώρα. Αλλά τότε, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας αδυνατούσε να δει ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας μας, και παρασύρονταν σε μια εθνικιστική υστερία που αδυνατούσε  να κατανοήσει οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος.

Πώς είναι δυνατόν 25 και χρόνια μετά, να επανέρχονται πολιτικές δυνάμεις στην ισοπεδωτική και ζημιογόνα για τη χώρα άρνηση μιας συμβιβαστικής λύσης;

Θα μπορούσε η λύση να είναι καλύτερη αν είχαν αξιοποιηθεί ευρωπαϊκά κείμενα και πολιτικές, όπως αυτά που έχουν αναδειχθεί μέσα από εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως για παράδειγμα η “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ που είχε υπερψηφίσει από το Ευρωκοινοβούλιο το 2013.

Θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμφωνία στο θέμα του ονόματος, όπως πχ το Νέα Μακεδονία, ή η γλώσσα να ονομάζονταν «Macedonski”, αντί «Macedonian”.

Οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι επικριτές της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει, όμως, να σκέφτονται πάντα ότι μόλις λίγα χρόνια πριν έμοιαζε απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε συμβιβαστική συμφωνία που θα διασφάλιζε ότι το όνομα της γειτονικής χώρας δεν θα δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δική μας Μακεδονία.

Με το βλέμμα στραμμένο όχι προς το παρελθόν αλλά προς το μέλλον

Το πιο καθοριστικό ήταν και είναι η συμβιβαστική λύση για την ονομασία να συνδυαστεί με μια μακροχρόνια πολιτική καλής γειτονίας, που θα βοηθήσει την γειτονική χώρα να στραφεί στο μέλλον, αντί να προσπαθεί να συγκροτήσει την ταυτότητά της στη βάση μιας “αρχαιοποίησης” που δεν έχει ιστορική βάση. Και που θα την κάνει καλό εταίρο μας σε μια περιοχή όπου υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων διεθνών παιχτών όπως είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Όσοι ισχυρίζονται ότι μπορούμε ως χώρα να απορρίψουμε την Συμφωνία των Πρεσπών και να διαπραγματευτούμε στο μέλλον μια καλύτερη, κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους. Αν τώρα δεν “περάσει” η Συμφωνία  κατά την ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή, δεν θα υπάρξει καλύτερη λύση στο μέλλον.  Και η γειτονική χώρα θα ονομαστεί οριστικά σκέτο «Μακεδονία», ενώ αλυτρωτικές κι εθνικιστικές πολιτικές θα επιστρέψουν πολύ πιο δυνατές. Η χώρα μας θα απομονωθεί πλήρως. Θα έχουμε αυτοκτονήσει χωρίς να το καταλάβουμε. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά το μέλλον μιας χώρας που θα είναι τότε «εχθρός» και όχι εταίρος στα σύνορά μας. 

Η συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να έχει μεγάλη κοινωνική και πολιτική υποστήριξη. Η ακραία επιχειρηματολογία είτε από την πλευρά της ΠΓΔΜ είτε από την δική μας πλευρά δεν έγινε αποδεκτή ποτέ σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα σχετικών ψηφοφοριών στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ‘Έκθεση του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί με 505 υπέρ, 61 κατά, ενώ υπήρξαν και 14 λευκά. Ο μόνος Έλληνας ευρωβουλευτής που την είχε ψηφίσει, έστω με μερικές επιφυλάξεις, ήταν ο Νίκος Χρυσόγελος, συμπρόεδρος σήμερα των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.

Με την προϋπόθεση ότι έχουμε ως Ελλάδα μια δυναμική συμμετοχή και ενεργό ρόλο, τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να μετατραπούν από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο πρότυπο συνεργασίας και καλής γειτονίας. Απουσιάζει προς το παρόν μια τέτοια δύναμη στα Βαλκάνια που θα αλλάξει το παιχνίδι. Θέλουμε και μπορούμε ως κοινωνία να παίξουμε αυτόν τον ρόλο για λόγους ειρήνης, καλής γειτονίας, οικονομικής προοπτικής και βιωσιμότητας, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον;

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είμαστε σταθερά υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων, όχι της διαιώνισής τους. Η Συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Ελλάδας και ΠΓΔ Μακεδονίας με την συμβολή των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να μην είναι τέλεια αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νέα στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών (και ευρύτερα στα δυτικά Βαλκάνια) στη βάση σχέσεων καλής γειτονίας, ειρήνης, ανοικτών συνόρων, αλληλοσεβασμού.

Το κύριο πρόβλημα της Συμφωνίας είναι ότι επικεντρώνεται κυρίως στο παρελθόν, προσπαθεί να βρει συμβιβασμούς που αφορούν την εθνική συγκρότηση που συνέβη σε άλλες χώρες και περιοχές τον 19ο και τον 20ο αιώνα και ελάχιστα αφορά τον 21ο αιώνα. Είναι όμως αναγκαίο κακό να επιλυθούν με συμβιβασμό θέματα του παρελθόντος για να προχωρήσουμε στα θέματα του παρόντος και του μέλλοντος. Η οικολογική διαχείριση των Πρεσπών θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο έστω βήμα για την ανάπτυξη μιας συνεργασίας που θα βασίζεται σε σύγχρονες αντιλήψεις που υπερβαίνουν τους πολέμους, τον εθνικισμό και τον απομονωτισμό, καταστάσεις που χαρακτήρισαν τα Βαλκάνια για πολλές δεκαετίες.

Σε ένα συμβιβασμό καμία πλευρά δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένη 100%. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση. Το σημαντικό είναι να μην νοιώθει καμία κοινωνία ηττημένη γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε άσχημες καταστάσεις στο μέλλον ανεξαρτήτως τι προβλέπει η συμφωνία. Προφανώς είναι σημαντικό το ότι βρέθηκε μια συμβιβαστική σύνθετη ονομασία (Βόρεια Μακεδονία) και ότι γίνεται προσπάθεια να εξαλειφθούν από τις επίσημες πολιτικές ο αλυτρωτισμός και εθνικισμός. Η ανάπτυξη, όμως, πνεύματος συνεργασίας και αλληλοσεβασμού, η απομόνωση των εθνικιστών κι από τις δύο πλευρές, η αίσθηση ότι πράγματι ήταν ένας καλός συμβιβασμός και καμία κοινωνία δεν υπέστη ήττα και ταπείνωση θα απαιτήσει χρόνο, διαμόρφωση νέας κουλτούρας και ανάπτυξη κοινών δράσεων ώστε να διαμορφωθεί μέσα στις δυο κοινωνίες η αναγκαία δυναμική ότι έχουμε να κερδίσουμε μέσα από την συνεργασία.

Η επίλυση των προβλημάτων με την γειτονική μας χώρα με τρόπο που ανοίγει προοπτικές σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας, που στρέφεται προς το μέλλον κι όχι προς το παρελθόν, θα έπρεπε να είχε γίνει στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 υπό καλύτερες συνθήκες και πριν γενιές πολιτών και στις δύο χώρες μεγαλώσουν με εθνικιστικές ιδέες.

Το πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 προσέφερε αυτό το πλαίσιο, και ίσως ήταν καλύτερο από την σημερινή Συμφωνία. Όμως σύμπαν το ελληνικό πολιτικό σύστημα υιοθέτησε, τότε, παράλογες αντιλήψεις (ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις) που έδωσαν χώρο και εξέθρεψαν τον εθνικισμό και στις δύο πλευρές. Πολλοί έχτισαν καριέρες πάνω στην απολυτότητα ακόμα και αν αυτό έκανε μεγάλη ζημιά στη χώρα μας. Άλλοι οργάνωναν μπουκοτάζ την ίδια στιγμή που οργανώνονταν το λαθρεμπόριο και η μαύρη αγορά, επισκέπτονταν μαζικά το καζίνο, εισέδυσαν στην αγορά της γειτονικής χώρας.

Ακόμα και όταν η ελληνική πλευρά μετακινήθηκε προς ρεαλιστικές και λιγότερο εθνικιστικές απόψεις, και κατάφερε να μετριάσει με την Ενδιάμεση Συμφωνία θέματα αλυτρωτισμού και ακραίων εκδηλώσεων παραποίησης της ιστορίας στην γειτονική χώρα, αυτό δεν εξηγήθηκε στην κοινωνία, που προτιμούσε να κρύβει κάτω από το χαλί πολλά από τα θέματα, να θεωρεί ότι η «Μακεδονία είναι μία και ελληνική«, να μην δέχεται καμία σύνθετη ονoμασία αν και 140 χώρες αναγνώριζαν την γειτονική χώρα απλώς ως «Μακεδονία», ενώ εμείς ως “ΠΓΔ Μακεδονίας”.

Ελάχιστα ενημερωμένοι οι πολίτες αποδεχόντουσαν άκριτα απόψεις περί μη ύπαρξης «άλλης» γλώσσας την ίδια στιγμή που οι πολιτικοί διαπραγματεύονταν “αμετάφραστη” ονομασία (σε ποια ανύπαρκτη άραγε γλώσσα;), αγνοούσαν όσα έγραφαν γνωστοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα, ο Στρατής Μυριβήλης ή ο Παύλος Μελάς, αδιαφορούσαν για το γεγονός ότι κρατικές στατιστικές κατέγραφαν κάποιους “περίεργους” κατοίκους στην Ελλάδα, ότι οι εθνικόφρονες χαρακτήριζαν τους αντιφρονούντες “μιάσματα και σλαβομακεδόνες”, ότι το ελληνικό κράτος είχε εκδώσει σχετικό βιβλίο “στην ανύπαρκτη γλώσσα” το 1928 αλλά, κυρίως, ότι μια “άγνωστη”, περιορισμένη γλώσσα εντάχθηκε στον κατάλογο του ΟΗΕ με τις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες που χρήζουν προστασίας για λόγους πολιτισμικούς και όχι εθνικιστικούς. Γιατί τις γλώσσες πρέπει να τις αποσυνδέσουμε από εθνικιστικές και μονοσήμαντες ερμηνείες και να τις αναγνωρίσουμε ως μέσα επικοινωνίας και πολιτισμού ανεξαρτήτως του πόσοι τις ομιλούν.

Και ενώ όλα αυτά τα θέματα τα διαχειρίστηκαν πολιτικά κόμματα που βρέθηκαν στην εξουσία για πολλά χρόνια (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους γιατί η γεωπολιτική συγκυρία αλλά και η τόλμη κυρίως του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ προσφέρει για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια την δυνατότητα να υπάρξει ένας σχετικά δίκαιος συμβιβασμός. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν είναι μικρό βήμα από μια χώρα που έχει μια συνταγματική ονομασία και έχει αναγνωριστεί με αυτήν από 140 χώρες μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, να κάνει πίσω και να δέχεται να αλλάξει αυτή την ονομασία της και να αναπτύξει καλύτερες σχέσεις με τους γείτονες της που ζητούν κάτι τέτοιο…Δεν είναι κάτι εύκολο και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραία πόλωση μέσα στην ΠΓΔ Μακεδονίας, όπου έχουν ακόμα ισχυρή επιρροή εθνικιστικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του προέδρου). Οι σχέσεις καλής γειτονίας και η ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας είναι πράγματι η κινητήρια δύναμη αυτών των εξελίξεων, που πρέπει να στηρίξουμε με όλες τις δυνάμεις μας, αλλά πρέπει να αναπτύξουμε ένα σχέδιο ενίσχυσης των πολιτιστικών, τοπικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνεργασιών, ώστε να εμπεδωθεί κλίμα συνεργασίας και ευρωπαϊκής προοπτικής στην ευρύτερη περιοχή.

Ανεξαρτήτως των λαθών της ελληνικής κυβέρνησης και των υπαρκτών προθέσεών της να χρησιμοποιήσει το θέμα για να δημιουργήσει εσωκομματικά προβλήματα στα άλλα κόμματα, γεγονός παραμένει ότι η επίλυση των προβλημάτων με την γειτονική χώρα είναι θετική. Ανεξαρτήτως λοιπόν της κριτικής μας στην κυβέρνηση (βαθιά και ουσιαστική κριτική για τα περισσότερα θέματα που διαχειρίζεται) οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν επιλέγουμε να πετάξουμε την μπάλα στην εξέδρα για λόγους αντιπολιτευτικούς. Υπάρχει τεράστιο πεδίο για πραγματική και δημιουργική αντιπολίτευση, όχι πάντως για καταστροφική αντιπολίτευση για ένα τόσο σοβαρό θέμα που έχει χρονίσει και βρομίσει.

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είμαστε ξεκάθαροι. Θα έπρεπε να έχει διαμορφωθεί μια ευρύτερη συναίνεση (με πρωτοβουλία και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης) και να έχει εξηγηθεί αναλυτικά στην ελληνική κοινωνία, να έχουν καταρριφθεί μύθοι που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, να έχουν αναδειχθεί τα οφέλη από την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας, σταθερότητας και ειρηνικής συνεργασίας στην περιοχή. Αλλά κοιτώντας προς το μέλλον, πρέπει τώρα να δουλέψουμε από κοινού για τη εφαρμογή στην πράξη έστω κι αυτής της όχι τέλειας συμφωνίας, μια και δεν είναι αυτονόητο ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια ή και πισωγυρίσματα και στην γειτονική χώρα αλλά και στη δική μας. Πάντως πολλά από τα προβλήματα του παρελθόντος ανάμεσα στις δυο χώρες έχουν γίνει σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος τους ιστορία. Οι αιτίες του «μακεδονικού» στην Ελλάδα και του «μακεδονισμού» στους γείτονες δεν μπορούν σε γενικές γραμμές να παράγουν πλέον αρνητικά αποτελέσματα (ελληνοσερβική συμφωνία του 1914 για την εισαγωγή του όρου «σλαβομακεδόνες», πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο μεσοπόλεμο για τη δημιουργία «Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Μακεδονίας», διαμάχη Τίτο – Δημητρώφ για το μοίρασμα της «Μακεδονίας», διάφορες θεωρίες περί «εθνογένεσης» κλπ).

Προφανώς, δεν μπορεί κάθε θέμα να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα αν θα έχει κομματικά ή όχι οφέλη η κυβέρνηση ή αντιπολίτευση. Δεν κατανοούμε πως μια αξιωματική αντιπολίτευση που περιμένει να γίνει κυβέρνηση διαχειρίζεται με ανευθυνότητα κι εθνικιστικές κορώνες ένα τόσο σοβαρό θέμα, όταν στην πραγματικότητα είχε κι αυτή προσεγγίσει στο παρελθόν παρόμοιες με τον σημερινό συμβιβασμό θέσεις έστω και για λόγους τακτικής, ή πώς ανεύθυνα χρησιμοποιεί φρασεολογία εθνικιστών για «μειοδοσία” και «ξεπούλημα της εθνικής υπόθεσης», πολύ περισσότερο που στο παρελθόν έχει αντιμετωπιστεί και η ίδια απαξιωτικά με όρους “πουλημένοι”, «γερμανοτσολιάδες», «μειοδότες» κα. Είναι τυχοδιωκτισμός εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αρνιέται ένα συμβιβασμό που ήταν άπιαστο όνειρο μερικά χρόνια πριν και να πηγαίνει κόντρα στην πραγματικότητα θεωρώντας ότι δεν ήταν τώρα η ώρα για μια συμφωνία, υποσχόμενη τον …παράδεισο κάποτε στο μέλλον!

Αλλά και η κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες όταν αναπτύσσει πολεμική αντιπαράθεση με τα άλλα κόμματα τη στιγμή που απαιτείται ευρύτερη συναίνεση για να ενημερωθεί σωστά η κοινωνία και να εφαρμοστεί στην πράξη η Συμφωνία αλλά και όταν ο κυβερνητικός εταίρος της είναι ακόμα χειρότερος από την αντιπολίτευση σε αυτά που λέει σχετικά με την Συμφωνία.

Το ΚΙΝΑΛ αδυνατεί για άλλη μια φορά να συγκροτήσει μια σοβαρή πολιτική πρόταση αφού αντιφάσκει ακόμα και με τις επιλογές του παρελθόντος του στο θέμα (πχ Ενδιάμεση Συμφωνία) αλλά κυρίως αδυνατεί να σχεδιάσει πολιτικές που στρέφονται προς το μέλλον. Το δε ΚΚΕ αρνιέται να δει την πραγματικότητα, βλέπει μόνο το δάκτυλο και αδυνατεί να δει το φεγγάρι που δείχνει το δάκτυλο.

Δεν είναι σοβαρό για κάθε κυβερνητική επιλογή να ζητάει η αντιπολίτευση εκλογές ή να αμφισβητεί την δυνατότητα μιας κυβέρνησης να προετοιμάζει και να υπογράφει συμφωνίες που έτσι κι αλλιώς θα περάσουν από τη Βουλή.

Η διαχείριση του θέματος 27 χρόνια τώρα αλλά και σήμερα δείχνει πόσο ανέτοιμο και απροετοίμαστο, αλλά και κυριαρχούμενο από πολεμικές αντιλήψεις και μικροκομματικές προσεγγίσεις είναι το πολιτικό μας σύστημα, πόσο ιεραρχεί το κομματικό συμφέρον σε βάρος των λύσεων και του συμφέροντος της κοινωνίας.