Στην Αττική οι Δήμοι τρέχουν άρον-άρον να υποβάλλουν σχέδια αντιπλημμυρικής προστασίας (χωρίς να είναι σίγουρο ότι θα αποφύγουν τις αστοχίες που έχουν εντοπιστεί σε ανάλογες μελέτες στο παρελθόν που αντιμετωπίζουν το θέμα ως τεχνικό έργο και μόνο). Νέες πλημμύρες πλήττουν περιοχές κι επαναλαμβάνονται συχνά, αφού η χώρα μας είναι εκτεθειμένη σε αυτές, αλλά δεν έχει οργανωθεί σωστά για να ελαχιστοποιήσει και να διαχειριστεί σωστά αυτούς τους κινδύνους.

Πρόσφατα, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου έδωσε παράταση για κατάθεση προτάσεων για αντιπλημμυρικά έργα στην νησιωτική περιφέρεια μέχρι 31.1.2018, μετά από αίτημα του Δήμου Ρόδου, αλλά και διότι υποβλήθηκαν μόνο δύο προτάσεις από τους δυνητικούς δικαιούχους (Δήμους και ΔΕΥΑ), παρά το γεγονός ότι έχουν συμβεί πλημμύρες σε πολλά νησιά (με πιο πρόσφατες αυτές στη Σύμη, στη Νάξο κα).

Σωστά η Ομοσπονδία Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθήνα – Πειραιά θέτει το ερώτημαΥπάρχει δρομολόγηση των σχετικών ενεργειών από την πλειοψηφία των Δήμων Δωδεκανήσου και Κυκλάδων για τα αντι-πλημμυρικά έργα ή υπάρχει αδυναμία να υποβάλλουν προτάσεις και που οφείλεται αυτό;

Υπάρχουν όμως και δύο άλλα κρίσιμα ερωτήματα που θέτουμε οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ:

– Γιατί η Περιφέρεια δεν έχει βοηθήσει τους Δήμους (ιδιαίτερα όσους δεν έχουν στελεχωμένες υπηρεσίες) να εκπονήσουν σύγχρονες μελέτες πρόληψης πλημμυρών που είναι υποχρεωμένοι οι Δήμοι να έχουν στο πλαίσιο των σχεδίων πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας; Μελέτες που θα είναι συμβατές με τις νέες προσεγγίσεις που θέτει η Οδηγία 60/2000 για την διαχείριση των υδάτων σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης καθώς και η Οδηγία 2007/60/ΕΚ για την “αξιολόγηση και την διαχείριση των κινδύνων πλημμυρών” και της ΚΥΑ 31822/2010 με την οποία ενσωματώθηκε η Οδηγία στο Ελληνικό δίκαιο;

– Και το Υπουργείο Περιβάλλοντος που έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τις δύο Οδηγίες και να έχει ολοκληρώσει μελέτες και σχέδια εδώ και χρόνια, πόσο έχει συντονιστεί με την Περιφέρεια Ν. Αιγαίου και τους νησιωτικούς Δήμους αλλά και τις άλλες περιφέρειες;

Να επισημάνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2007/60 ‘για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας’’ (Directive of the European Parliament and of the Council ‘‘on the assessment and management of flood risks’’) δημιούργησε το ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, το οποίο επεκτείνει και συντονίζεται στενά με την Οδηγία Πλαίσιο (2000/60/ΕΚ) για τα Νερά. Η Οδηγία αυτή προβλέπει, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, μια διαδικασία διαχείρισης του κινδύνου πλημμυρών, η οποία υλοποιείται σε τρία στάδια

Σύμφωνα με την Οδηγία 2007/60 έπρεπε:

– Μέχρι το τέλος του 2011 τα Κράτη Μέλη να έχουν προβεί σε προκαταρκτική εκτίμηση των κινδύνων πλημμύρας για τις λεκάνες απορροής ποταμών και να προσδιορίσουν, με τον τρόπο αυτό, τις περιοχές με σοβαρή πιθανότητα πλημμύρας.

– Σε περιοχές, στις οποίες υφίστανται όντως κίνδυνοι για ζημιές από πλημμύρες, τα Κράτη Μέλη όφειλαν να εκπονήσουν, μέχρι το τέλος του 2013, χάρτες επικινδυνότητας και χάρτες κινδύνων πλημμύρας, στους οποίους θα αποτυπώνονται οι αρνητικές συνέπειες των πλημμυρών (σε πληθυσμό, εγκαταστάσεις, κλπ.).

– Το αργότερο μέχρι το 2015, για τις περιοχές αυτές έπρεπε να καταρτισθούν σχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας. Τα σχέδια διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα για τη μείωση της πιθανότητας πλημμύρας και τον περιορισμό των πιθανών της επιπτώσεων. Τα σχέδια αυτά θα καλύπτουν μεν όλες τις φάσεις του κύκλου διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας αλλά θα εστιάζονται ιδίως στην πρόληψη (όπως πρόληψη των ζημιών από πλημμύρες, με την αποφυγή κατασκευής οικιών και βιομηχανιών σε περιοχές που απειλούνται σήμερα ή που θα απειληθούν στο μέλλον από πλημμύρες ή προσαρμογή των μελλοντικών αναπτυξιακών προγραμμάτων στους κινδύνους πλημμύρας), την προστασία (με την λήψη μέτρων μείωσης της πιθανότητας πλημμυρών ή/και περιορισμού των επιπτώσεων των πλημμυρών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες όπως π.χ. με αποκατάσταση κατακλυζόμενων περιοχών και υγροτόπων) και την ετοιμότητα (π.χ. μέσω της παροχής οδηγιών στο κοινό σχετικά με το τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση πλημμύρας).

Μέχρι τώρα:

  • έχει ολοκληρωθεί ο Προσδιορισμός των Ζωνών Δυνητικά Υψηλού Κινδύνου Πλημμύρας στα 14 Υδατικά Διαμερίσματα της χώρας και υποβλήθηκε στην ΕΕ επικαιροποίηση της έκθεσης Προκαταρκτικής Αξιολόγησης Κινδύνων Πλημμύρας (22-11-2012)
  • έχουν εκπονηθεί οι χάρτες Δ.Υ.Κ. Πλημμύρας,
  • έχουν εκπονηθεί προσχέδια διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας.

Η εκπόνηση σχεδίων δεν σημαίνει αυτομάτως ότι τα σχέδια είναι κατάλληλα και διορθώνουν λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν κυρίως στον τρόπο αντιμετώπιση των ρεμάτων και των ποταμών (πάγια πρακτική ήταν η μετατροπής τους σε τσιμεντένιους αγωγούς μια συγκεκριμένης διάστασης με βάση υποθέσεις για την παροχή νερών της βροχής).

Ένταξη έργων στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου για συστήματα διαχείρισης καταστροφών

Οι επιλέξιµες δράσεις στην εν λόγω πρόσκληση της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου (μέχρι 31/01/2018) είναι:

  • Έργα αντιπληµµυρικής προστασίας, όπως έργα αύξησης της αντοχής των κοιτών στη διάβρωση, έργα διαµόρφωσης κατάλληλων κοιτών, έργα ανάσχεσης πληµµυρών, µικρά έργα οδοποιίας κατά µήκος των ρεµάτων κ.α.
  • Προµήθεια εξοπλισµού αντιπληµµυρικής προστασίας

Στο ΠΕΠ Ν.Α. στον ΑΞΟΝΑ 2, Επενδυτική προτεραιότητα 5b “Προώθηση των επενδύσεων για την αντιµετώπιση ειδικών κινδύνων, εξασφάλιση της ανθεκτικότητας στις καταστροφές και ανάπτυξη συστηµάτων διαχείρισης των καταστροφών” (συνολικής Δ.Δ. 7.000.000€), Κατηγορία παρεμβάσεων 5.β.1.2 “Αντιµετώπιση κινδύνων και καταστροφών – αντιπληµµυρικά έργα” (συνολικής Δ.Δ. 3.000.000€) έχουν ενταχθεί μόνον το έργο ¨Διευθέτηση ρέματος “Ρένη Φαληρακίου Δήμου Ρόδου” (συνολικής Δ.Δ. 676.000€) και το έργο “Προμήθεια οχήματος έκτακτης ανάγκης της Πολιτικής Προστασίας Δήμου Κω” (συνολικής Δ.Δ. 200.000€).

Από τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ εντοπίζουμε τρία βασικά:

  • δεν υπάρχουν κατάλληλες μελέτες που να ενσωματώνουν, όπως απαιτεί η Οδηγία, πράσινες προσεγγίσεις στην εκπόνηση των σχεδίων για πρόληψη, αντιμετώπιση και διαχείριση κινδύνων και καταστροφών, πλημμυρών, μια και συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη με ολοκληρωμένο τρόπο την ανάγκη παρέμβασης σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης (πχ πρόληψη πυρκαγιών μετά από πυρκαγιές και καταστροφή δασών ή μετά από έντονες χιονοπτώσεις),
  • δεν υπάρχει κατάλληλο προσωπικό στους περισσότερους ΟΤΑ, ιδιαίτερα στους νησιωτικούς, που να είναι σε θέση να εκπονήσει παρόμοια σχέδια, την ίδια στιγμή που διαπιστώνουμε αδυναμία συντονισμού των τριών επιπέδων διοίκησης (Κεντρικές υπηρεσίες, περιφέρεια, τοπική αυτοδιοίκηση),
  • πολύ σπάνια οι μελέτες υλοποιούνται στην πράξη και μάλιστα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Συχνά βλέπουμε να υλοποιούνται σχέδια που έχουν εκπονηθεί 10 και 20 χρόνια πριν, μ’ αποτέλεσμα να είναι ήδη ξεπερασμένα.

Είναι σωστό βήμα ότι η χώρα έχει προχωρήσει σε αίτημα για συγ-χρηματοδότηση  αντιπλημμυρικών έργων μεγάλης κλίμακας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ETEp) ύψους 1 δις (από τα οποία 500 εκατ. δανεισμός από την ΕΤΕπ και 500 εκατ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Θέλουμε να τονίσουμε, όμως, ότι δεν πρέπει να αναπαραχθούν τα τραγικά λάθη του παρελθόντος, όταν αντιπλημμυρικά έργα σήμαινε εγκιβωτισμός των ρεμάτων.

Ελπίζουμε ότι η ΕΤΕπ (πολύ περισσότερο που τα έργα δεν θα ενταχθούν σε ευρωπαϊκά προγράμματα ώστε να υπάρχει απαίτηση συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό κεκτημένο), θα παρακολουθεί στενά τα έργα αφού αυτά πρέπει να είναι συμβατά με την ευρωπαϊκή πολιτική που δίνει πλέον έμφαση στην ολοκληρωμένη διαχείριση σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης και στις πράσινες υποδομές και όχι σε βαριά «τεχνικά» (γκρίζα) έργα, όπως ακόμα σχεδιάζουν πολλές περιφερειακές αρχές (όπως για παράδειγμα για το Ρέμα της Πικροδάφνης στην Αττική).

Πάντως, η χώρα δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αξιοποιήσει τα 1,3 δις Ευρώ που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα, μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών από την κλιματική αλλαγή, όπως επεσήμανε πρόσφατα και η αρμόδια Επίτροπος για την Περιφερειακή Ανάπτυξη, κυρία Corina Cretu, κατά τη διάρκεια της συζήτησης που διεξήχθη στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου με αφορμή τις πρόσφατες πλημμύρες στη Δυτική Αττική.

ρεματα1880

 

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ υπενθυμίζουμε στην κυβέρνηση, στην περιφέρεια και σε ορισμένους δήμους ότι η καταστροφή των οικοσυστημάτων, μεταξύ άλλων των ρεμάτων, έχει πολλαπλές συνέπειες. Η προστασία του περιβάλλοντος θα αποτελέσει υποχρέωση για την (κεντρική, περιφερειακή και τοπική) εξουσία μόνο όταν θα συνειδητοποιήσει ότι το πολιτικό κι εκλογικό κόστος από την καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πολύ μεγάλο για αυτήν.

Παρά το γεγονός ότι:

- η χώρας μας δεσμεύεται από διεθνείς και ευρωπαϊκές νομοθεσίες για την προστασία της βιοποικιλότητας,

- έχουν γίνει πολλές εκδηλώσεις, ημερίδες, εκθέσεις για τη μεγάλη οικολογική και κοινωνική αξία των ρεμάτων ιδιαίτερα σε θέματα πρόληψης πλημμυρών, διατήρησης του φυσικού πλούτου και της βιοποικιλότητας, ανανέωσης του αέρα, καθαρισμού των υδάτων, διατήρησης του υδατικού ισοζυγίου, φυσικού αερισμού της πόλης,

- σε παγκόσμιο επίπεδο αναγνωρίζεται, τουλάχιστον στα λόγια, ότι τα οικοσυστήματα, οι υγρότοποι, οι φυσικές περιοχές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην προστασία μας απέναντι στα όλο και πιο έντονα και συχνά ακραία καιρικά φαινόμενα, ένα από τα αποτελέσματα της ανατροπής του κλίματος, 

- στα ρέματα έχει απομείνει ακόμα ένα σημαντικό τμήμα της άγριας ζωής που εξορίστηκε από φυσικές περιοχές που υπήρχαν άλλοτε σε όλη την Αττική,

- ένα τμήμα της κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει την αξία των ρεμάτων και των οικοσυστημάτων γενικότερα και προσπαθεί να τα προστατέψει κι αξιοποιεί την παρουσία τους για μια ισορροπημένη σχέση με τη φύση, για πεζοπορία και οικολογικά μοντέλα αναψυχής,

- σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο οι κοινωνίες στρέφονται σε λύσεις που βασίζονται στη φύση (naturebasedsolutions) για να επιλύσουν, με ολοκληρωμένο τρόπο, σύνθετα προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά), οι τεχνικές λύσεις επανακαθορίζονται και από τις «γκρίζες» (βαριά και συνήθως καταστροφικά έργα) μετακινούνται προς τις «πράσινες» (αξιοποιώντας και ενσωματώνοντας λύσεις που προσφέρει η ίδια η φύση),

Βλέπουμε θεσμικούς φορείς όπως οι Δήμοι και οι Περιφέρειες να καταστρέφουν ακόμα και σήμερα με «σχεδιασμούς», «μελέτες» και μπουλντόζες ότι έχει απομείνει από τα – άλλοτε χιλιάδες – ρέματα της Αττικής.

Η ατιμωρησία τους λόγω της πλήρους απουσίας του Υπουργείου «Περιβάλλοντος», που υποτίθεται είναι υπεύθυνο να προστατεύει το περιβάλλον, είναι κραυγαλέα. Το ίδιο το υπουργείο γνωρίζει καλά, κι έχει κατά καιρούς αναδείξει στα λόγια, την οικολογική αξία των ρεμάτων, αλλά όταν έρχεται η στιγμή να αναλάβει τις ευθύνες του σφυρίζει αδιάφορα και επιτρέπει τη συνέχιση των καταστροφών εγκληματώντας απέναντι στο παρόν και το μέλλον μας.

Οι καταστροφικές παρεμβάσεις που προωθεί τόσο το κεντρικό κράτος όσο και η περιφέρεια Αττικής, όπως πχ στο Ρέμα της Πικροδάφνης ή στο χώρο του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού (εκβολές ρεμάτων) ή πρόσφατα στο Μεγάλο Ρέμα της Ραφήνας (όπου μπουλντόζα ρήμαξε την κοίτη και τις φωλιές πουλιών) δεν είναι απειλή μόνο για τα ρέματα αλλά και για την ίδια την ποιότητα ζωής σε αυτή την πυκνοκατοικημένη περιοχή που άλλοτε διέθετε ένα πυκνό δίκτυο οικοσυστημάτων και δρόμων του νερού. Αντί να αποκαθίστανται σταδιακά αυτό το κατεστραμμένο οικολογικό και υδατικό δίκτυο με βάση μια στρατηγική ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική αλλαγή και στην κρίση, κυβέρνηση, περιφέρεια και ορισμένοι δήμοι συνεχίζουν να προσθέτουν καταστροφή και να αυξάνουν τους κινδύνους, παραβιάζοντας κατάφορα και την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Οι πρωτοβουλίες πολιτών που αγωνίζονται για την προστασία των ρεμάτων είναι σημαντικές και πρέπει να δυναμώσουν για να ανατρέψουν την κυρίαρχη, σήμερα, καταστροφική αντίληψη για τα ρέματα. Χρειάζεται να δείξουμε στην εξουσία ότι δεν μπορεί να συνεχίζει να «αγνοεί» την ανάγκη στροφής σε πράσινες λύσεις, δεν μπορεί να καταστρέφει ότι οικοσυστήματα που έχουν απομείνει στην τσιμεντούπολη ατιμώρητα. Πρέπει, επίσης, να νοιώσουν εκεί στην κυβέρνηση, στην περιφέρεια και σε πολλούς δήμους ότι υπάρχει μια αυξανόμενη «πράσινη απειλή», μια κοινότητα πολιτών με πράσινη αντίληψη που θα τους στερήσει και έδρες και πολιτική δύναμη σύντομα. Όταν θα καταλάβουν ότι έχουν πολιτικό κόστος θα αναγκαστούν να αλλάξουν πολιτική, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία σε πολλές χώρες