14 Σεπτεμβρίου 2012

Μήνυμα για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων

 Η Κομισιόν αποσύρει τη νομοθετική πρόταση "Μόντι ΙΙ"

 
 
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου ότι αποσύρει το σχέδιο νομοθετικής πρότασης για τις σχέσεις οικονομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης - την αποκαλούμενη και πρόταση "Μόντι ΙΙ" - ύστερα από σχετική αντίδραση των εθνικών κοινοβουλίων. Η Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλωσόρισε τη χρήση της διαδικασίας "κίτρινης κάρτας"[1] από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά και την απόσυρση της πρότασης Μόντι ΙΙ, στην οποία η ομάδα είχε αντιτεθεί από την αρχή. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που γίνεται χρήση της διάταξης της “κίτρινης κάρτας” και χρησιμοποιήθηκε από τα κοινοβούλια Βελγίου, Δανίας, Φινλανδίας, Γαλλίας, Λετονίας, Λουξεμβούργου, Μάλτας, Ολλανδίας, Πολωνίας, Σουηδίας και Ηνωμένου Βασιλείου, που εκπροσωπούν περισσότερο από το ένα τρίτο των μελών.
 
Σχολιάζοντας την είδηση, η Γερμανίδα πράσινη Ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Elisabeth Schroedter δήλωσε: "Η ανάκληση του σχεδίου νομοθετικής πρότασης Μόντι ΙΙ για το δικαίωμα στην απεργία είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Αυτές οι προτάσεις ήταν εσφαλμένες από την αρχή και τα εθνικά κοινοβούλια δικαιώθηκαν στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το δικαίωμα στην απεργία είναι ένα απαραβίαστο θεμελιώδες δικαίωμα που πρέπει να προστατευτεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση Μόντι ΙΙ έκανε ακριβώς το αντίθετο, περιορίζοντάς το και παραβιάζοντας τις συνταγματικές εξουσίες των κρατών μελών, υπαναχωρώντας ταυτόχρονα από τις δεσμεύσεις του Προέδρου της Επιτροπής κ. Μπαρόζο κατά τη διάρκεια της επανεκλογής του. Ευτυχώς, μετά από μερικούς μήνες δισταγμού, η Επιτροπή παραδέχτηκε την ήττα και αποφάσισε να αποσύρει το σχέδιο."
 
Η Δανέζα πράσινη Ευρωβουλευτής Emilie Turunen, υπεύθυνη για θέματα απασχόλησης και κοινωνικών υποθέσεων, συμπλήρωσε: "Η πρόταση από την Επιτροπή θα παρενέβαινε στις εθνικές διατάξεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων και απειλούσε το θεμελιώδες δικαίωμα της απεργίας, κάτι που είναι πλήρως μη αποδεκτό. Η Επιτροπή δεν πρέπει να θέτει εμπόδια σε αυτά τα δικαιώματα. Η απόσυρση είναι, ελπίζω, ένα σημάδι πως η Επιτροπή κατανοεί ότι είχε πάρει το λάθος δρόμο."
 
 

 

Ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων / Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο, δήλωσε σχετικά: "Οι Πράσινοι είχαμε από την αρχή δηλώσει την αντίθεση μας με την πρόταση Μόντι ΙΙ, καθώς τα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να είναι κατοχυρωμένα. Σε μια εποχή κρίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην πλήττονται παρόμοια δικαιώματα αλλά αντιθέτως να ενδυναμώνει ο κοινωνικός διάλογος και να αναζητούνται λύσεις στα προβλήματα που να είναι κοινωνικά δίκαιες και να έχουν την υποστήριξη της κοινωνίας.
 
Παράλληλα, η παρέμβαση των εθνικών κοινοβουλίων αναδεικνύει τον ενεργό και εποικοδομητικό ρόλο που μπορεί να παίξουν μαζί με το Ευρωκοινοβούλιο τα εθνικά κοινοβούλια στη χάραξη των ευρωπαϊκών πολιτικών και στην προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής, νομισματικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Η συνθήκη της Λισαβόνας αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προόδου όσον αφορά το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στο έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το 2006 η Επιτροπή αποστέλλει απ’ευθείας στα Εθνικά Κοινοβούλια κάθε έγγραφο διαβούλευσης ή νομοθετική πρόταση που υιοθετεί, ταυτόχρονα με την αποστολή αυτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις Κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Αποσαφηνίζοντας για πρώτη φορά ότι «τα εθνικά κοινοβούλια συμβάλλουν ενεργά στην ορθή λειτουργία της Ένωσης», η Συνθήκη αναγνωρίζει την καθοριστική σημασία τους στο δημοκρατικό οικοδόμημα της ΕΕ και χαιρόμαστε που βλέπουμε τα κοινοβούλια των χωρών να αναλαμβάνουν θετική δράση. Οι Πράσινοι έχουμε υποστηρίξει ότι το Ευρωκοινοβούλιο, τα εθνικά κοινοβούλια και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο για την διαμόρφωση μιας νέας Ευρωπαϊκής Συνθήκης που θα δόσει ώθηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
 
Είναι, όμως, λυπηρό ότι το ελληνικό κοινοβούλιο είναι πολύ μακριά από παρόμοιες πρωτοβουλίες και έχει ελάχιστη παρέμβαση σε ευρωπαϊκά θέματα. Ειδικά για το θέμα Μόντι II δεν είχει ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη θέση του [2]. Από την άλλη, η κοινή Επιτροπή ελλήνων βουλευτών και ευρωβουλευτών, η Ειδική Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων [3] συγκαλείται Τετάρτη, μέρα κατά την οποία οι ευρωβουλευτές είναι στις Βρυξέλλες και άρα δεν μπορούν να συμμετάσχουν. Προσωπικά σκοπεύω να έρθω σε επαφή με τους συναδέλφους μου ευρωβουλευτές και να αναλάβουμε πρωτοβουλία για την αναβάθμιση της σχέσης Ελλήνων ευρωβουλευτών και Ελληνικής Βουλής."
 


[1] Ο μηχανισμός ελέγχου της επικουρικότητας –μια καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας– επιτρέπει στα εθνικά κοινοβούλια να εξετάζουν τα σχέδια νομοθετικών κειμένων και να υποβάλλουν αιτιολογημένες γνώμες σχετικά με την επικουρικότητα. Ένα εθνικό κοινοβούλιο μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η πρόταση δεν συμμορφώνεται προς την αρχή της επικουρικότητας. Εάν η αιτιολογημένη γνώμη αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο όλων των ψήφων που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια, το θεσμικό όργανο που κατάρτισε την πρόταση πρέπει να την επανεξετάσει και στη συνέχεια να αποφασίσει αν θα τη διατηρήσει, τροποποιήσει ή αποσύρει. Αυτή η διαδικασία αποκαλείται «διαδικασία κίτρινης κάρτας»
[3] Η Ειδική Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, έχει μεταξύ άλλων θεμάτων και αρμοδιότητα για «Γνώμες επί των κανονιστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αποτελείται από έναν εκ των Αντιπροέδρων της Βουλής, ως Πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής και από 30 Βουλευτές. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής συμμετέχουν με δικαίωμα λόγου οι Έλληνες Ευρωβουλευτές.

 

Last modified on Κυριακή, 16 Σεπτεμβρίου 2012 19:03