εθνικών καθεστώτων στήριξης των ΑΠΕ και ζήτησαν ένα δεσμευτικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2030. Έστειλαν επίσης ένα μήνυμα δράσης προς τις κυβερνήσεις των Κρατών Μελών αλλά και προς την Επιτροπή ώστε να μπορέσουμε να επωφεληθούμε από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ΑΠΕ για την ενίσχυση της οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Δυστυχώς, οι κινήσεις του Επιτρόπου Ενέργειας Oettinger να υπονομεύσει τις ΑΠΕ και να εμποδίσει την Επιτροπή Ενέργειας να πιέσει για ένα φιλόδοξο στόχο, συνέβαλαν ώστε να αποτρέψουν την πλειοψηφία των ευρωβουλευτών να ψηφίσουν για ένα ρητό στόχο στα επίπεδα του 40-45% έως το 2030, πράγμα που τελικά αδυνατίζει την ισχύ του πολιτικού μηνύματος που εξέπεμψε το ΕΚ σχετικά με τις ΑΠΕ.
Χτίζοντας πάνω στην επιτυχία πορεία επίτευξης του στόχου του 20% ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ως το 2020,ένας φιλόδοξος και δεσμευτικός στόχος και για το 2030αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας ρυθμιστικό εργαλείο. Ο στόχος θα παρέχει την απαραίτητη βεβαιότητα των επενδυτών και σε συνδυασμό με τις κατάλληλες πολιτικές για την εσωτερική αγορά ενέργειας, τα καλά σχεδιασμένα μεμονωμένα καθεστώτα στήριξης σε επίπεδο κρατών μελών και τις αναγκαίες υποδομές, θα εξασφαλίσει τη δυνατότητα να προχωρήσουμε προς ένα σύστημα που θα στηρίζεται κατά 100% στις ΑΠΕ μέχρι το 2050. Πολλά σενάρια έχουν καταστήσει σαφές ότι οι ΑΠΕ μπορούν να συνεισφέρουν το 45% του συνολικού ενεργειακού εφοδιασμού το 2030 με τις κατάλληλες πολιτικές. Καλούμε την Επιτροπή να εργαστεί για την υιοθέτηση ενός φιλόδοξου στόχου διείσδυσης ΑΠΕ για το 2030. Δυστυχώς, ο Επίτροπος Oettinger προσπαθεί να φιμώσει την Επιτροπή Ενέργειας στο καίριο αυτό θέμα.
Η έκθεση που εγκρίθηκε υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να διατηρηθούν τα εθνικά καθεστώτα στήριξης, όπως το σύστημα εγγυημένων τιμών, τα οποία έχουν αποδειχθεί επιτυχή όσον αφορά την προώθηση των ΑΠΕ. Ελπίζουμε ότι η σημερινή απόφαση θα κάνει εκείνους στην Επιτροπή που προσπαθούν να υπονομεύσουν αυτές τις επιτυχημένες πολιτικές να εγκαταλείψουν παρόμοιες προσπάθειες στο μέλλον.»