Έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες πολίτες ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο για τα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Όμως το μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας δεν θεωρεί την κατάρρευση του κλίματος ως την πιο μεγάλη πρόκληση της ανθρωπότητας σήμερα. Ενώ σε ορισμένες χώρες τα θέματα αυτά έχουν μπει στο κέντρο της πολιτικής, στην Ελλάδα παραμένουν κυρίως στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού. Βλέποντας, πάντως, τα κόμματα το αυξανόμενο ενδιαφέρον των πολιτών έχουν εισάγει στην κομματική γλώσσα τα θέματα αυτά, χωρίς όμως να επηρεάζεται ο σκληρός πυρήνας του προγράμματος και των επιλογών τους. Η κατάρρευση του κλίματος δεν είναι, όμως, μια συνηθισμένη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπιστεί με μικρο-αλλαγές και με μερικές μικρο-παρεμβάσεις στο ενεργειακό μοντέλο. Απαιτεί βαθιές, δίκαιες αλλά μεγάλες αλλαγές μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Ποιες είναι οι βασικές διαπιστώσεις της έρευνας:

– Εννέα στους δέκα ερωτώμενους (90%) στην Ελλάδα θεωρούν την κλιματική αλλαγή «πολύ σοβαρό» πρόβλημα, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (79%), το οποίο συνιστά αύξηση πέντε ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2017.

– Το ποσοστό που θεωρεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα έχει υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας το 11%, δηλαδή αύξηση επτά ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2017. Παρατηρείται λοιπόν μια μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, ωστόσο, το ποσοστό αυτό παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 23%.

– Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες στην έρευνα δηλώνουν ότι έχουν προβεί προσωπικά σε κάποια ενέργεια για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής τους τελευταίους έξι μήνες (54% έναντι 60%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ), και όταν δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα ενεργειών για το κλίμα, το ποσοστό αυξάνεται στο 91% (έναντι 93%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ).

• Ποσοστό 15% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνουν ότι έχουν εγκαταστήσει ηλιακούς συλλέκτες στο σπίτι τους, ποσοστό αισθητά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 6%, αλλά είναι προφανές ότι το ποσοστό αυτό θα μπορούσε – με βάση τις κλιματικής συνθήκες στη χώρα μας αλλά και την ύπαρξη μιας σοβαρής ελληνικής βιομηχανίας ηλιακών συστημάτων για ζεστό νερό ή και για ηλιακή θέρμανση κτηρίων- να είναι πολύ υψηλότερο ή να πλησιάζει το 100%

• Το ποσοστό των ερωτώμενων που προσπαθεί να ελαττώσει τη χρήση αντικειμένων μίας χρήσης έχει σημειώσει σημαντική αύξηση, 23 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017, φτάνοντας το 60% (έναντι 62% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ).

Ένα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι ότι οι ερωτώμενοι στην Ελλάδα είναι πιθανότερο απ’ ό,τι ο μέσος όρος στην ΕΕ να συμφωνήσουν ότι η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων μπορεί να αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια και να ωφελήσει οικονομικά την ΕΕ (80% έναντι 72%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ).

– Εννέα στους δέκα Έλληνες συμφωνούν ότι πρέπει να δοθεί περισσότερη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας (91% έναντι 84%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ). Εδώ και καιρό υποστηρίζουμε με στοιχεία ότι μια παρόμοια πολιτική που ενθαρρύνει την ενεργειακή αποτελεσματικότητα μπορεί να πετύχει σημαντικούς στόχους σε οικονομικό, κοινωνικό και κλιματικό επίπεδο, να συμβάλλει στην αναζωογόνηση της οικονομίας, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας σε τομείς που έχουμε ανάγκη και έχουν μέλλον, να μειώσει την ενεργειακή φτώχεια και να μειώσει συνολικά την δαπάνη των νοικοκυριών και της χώρας για ορυκτά καύσιμα και ενέργεια

– Το ποσοστό ερωτώμενων που συμφωνεί ότι η προσαρμογή στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα για τους πολίτες ανέρχεται σε 69% (ελάχιστα χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 70%). Παρόλα αυτά χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη και στοχευμένη ενημέρωση, θεωρούμε, για να αντιληφθούν οι πολίτες πώς η προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα θα μπορούσε να συμβάλλει στην βιωσιμότητα της οικονομίας (πχ γεωργία, τουρισμός, μείωση οικονομικής ζημιάς από φυσικές καταστροφές κ.ά) και την βελτίωση της ποιότητας ζωής

– Σχεδόν όλοι οι ερωτώμενοι πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να θέσει η εθνική κυβέρνησή τους στόχους για να αυξήσει τη χρήση της ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030 (96% έναντι 92%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, σημειώνοντας αύξηση δύο ποσοστιαίων μονάδων), καθώς επίσης να στηρίξει τη βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση έως το 2030 (96% έναντι 89%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, σημειώνοντας αύξηση έξι ποσοστιαίων μονάδων).

Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι το 95% των ερωτώμενων (πάνω από τον μέσο όρο στην ΕΕ, που είναι 92%) στηρίζει τον στόχο μιας κλιματικά ουδέτερης ΕΕ έως το 2050.

Πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο, επαγγελματικοί και κοινωνικοί φορείς πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τις διαπιστώσεις αυτές, ακόμα και αν υπάρχει κάποια απόσταση μεταξύ συνειδητοποίησης του προβλήματος και πράξεων που φέρνουν αποτέλεσμα

#climateemergency #climateaction #RES #energyefficiency #energytransition #greenjobs #greeneconomy #GreenNewDeal #κυκλική_οικονομία #κλίμα #κλιματική_αλλαγή #fridaysforfuture #Ελλάδα #YESClima #ClimateSchools

P

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο
Είναι αλήθεια ότι η (πολιτική) επικοινωνία μπορεί να κάνει το μαύρο - άσπρο αλλά τα νούμερα συνήθως λένε την αλήθεια. Να, για παράδειγμα, οι περίφημες φορολογικές ελαφρύνσεις που πάνω σε αυτές έχτισε μια ολόκληρη καμπάνια η ΝΔ, δεν αφορούν τους πολλούς (αν και το πιστεύουν) αλλά τους λίγους, αυτούς που σήμερα έχουν εισόδημα πάνω από 50.000 ευρώ.
Δυστυχώς, έχουμε ακόμα κόμματα που επενδύουν μόνο στην επικοινωνία για να κρύψουν την απουσία πολιτικού σχεδίου που έχει συνοχή και συνδυάζει οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον/κλίμα. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ ξέρουν καλά αυτό το παιχνίδι, εξάλλου έχουν μάθει από τον μάστορα σε αυτό, το παλιό ΠΑΣΟΚ.
Χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο φορολογικής πολιτικής που ενδυναμώσει μια οικονομία που λειτουργεί όποια κι αν είναι η μορφή της (κρατική, ιδιωτική, κοινωνική) προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και του περιβάλλοντος, είναι εργαλείο για αλλαγές που επιλέγουμε ως κοινωνία να προωθήσουμε. Το φορολογικό σύστημα πρέπει να απαντάει σε κρίσιμα διλήμματα:
- φορολόγηση της εργασίας ή μεταφορά του βάρους των εσόδων από μεγάλη επιβάρυνση δραστηριοτήτων που είναι αντικοινωνικές ή ρυπογόνες αλλά και από υπεραξίες γης και μεταπώλησης κτηρίων;
- πράσινη/κυκλική οικονομία ή ρυπογόνα οικονομία;
- ενεργειακά σπάταλα κτήρια ή ενεργειακά αποτελεσματικά κτήρια, κτήρια που δεν χρειάζονται εξωτερική ενέργεια - και όταν χρειάζονται χρησιμοποιούν μόνο συστήματα εξοικονόμησης και Ανανεώσιμες Πηγές;
- γεωργία που παράγει κακής ποιότητας προϊόντα με επικίνδυνες διαδικασίες (χημικά) και μαύρη εργασία (σύγχρονοι σκλάβοι) ή γεωργία που είναι συμβατή με την κοινωνική συνοχή στην περιφέρεια, την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος,
- ελαφρύνσεις για επενδύσεις έντασης κεφαλαίου ή για επενδύσεις που δημιουργούν αναλογικά περισσότερες θέσεις εργασίας;
- προστασία ή θυσία του φυσικού κόσμου και της βιοποικιλότητας;
Στόχος μιας πράσινης κοινωνικής μεταρρύθμισης της φορολογικής πολιτικής και του φορολογικού συστήματος πρέπει να είναι η αναζωογόνηση της (κοινωνικής πράσινης) οικονομίας των πολλών, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η κοινωνική ωφελιμότητα, η ενεργειακή και πράσινη στροφή ("μετάβαση"), η προστασία του κλίματος, η διατήρηση της βιοποικιλότητας
 


 

Πόσοι μπορούν να κατανοήσουν ότι η “ανάπτυξη” δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται απολύτως με το μοντέλο ανάπτυξης, με την ίδια την έννοια της συνεχούς αύξησης της παραγωγής και της κατανάλωσης; Είναι όπως να πιστεύουμε ότι η “ανεξέλεγκτη αγορά” θα επιλύσει προβλήματα που προκαλεί η ίδια. Η “ανάπτυξη” μπορεί να προσθέσει νέα ερείπια, αφού στις πρώτες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης είναι η επιτάχυνση των εξορύξεων υδρογονανθράκων και κατασκευής των σχετικών υποδομών ή μετατροπής της Μακεδονίας και της Θράκης σε ένα απέραντο πεδίο εξορύξεων μεταλλευμάτων ακριβώς γιατί πιστεύει ότι χρειαζόμαστε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Μια διαφορετική οπτική για την οικονομία και το παραγωγικό – καταναλωτικό μοντέλο θα ήταν η μείωση της χρήσης πρώτων υλών και φυσικών πόρων και φυσικά η ανάκτησή τους μέσα από προϊόντα που σήμερα καταλήγουν στα απόβλητα κάτι που θα δημιουργούμε πολύ μεγαλύτερο χώρο για την υπεύθυνη οικονομία αλλά και την απασχόληση. Η εξόρυξη για να καλυφθούν όλο και μεγαλύτερες ανάγκες σε πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους προκαλεί νέες περιβαλλοντικές καταστροφές. Είναι ψευδαίσθηση ότι μπορούμε, λαμβάνοντας έστω κάποια περιβαλλοντικά μέτρα, να διευρύνουμε συνεχώς τις εξορύξεις, την παραγωγή και κατανάλωση παρθένων πρώτων υλών και φυσικών πόρων χωρίς να προκαλέσουμε τελικά οικολογική κατάρρευση.

Είναι δεδομένο ότι χωρίς πραγματική επεξεργασία, προβάλλεται ένας αχταρμάς εννοιών και πολιτικών που είναι αντιφατικές ή αντιθετικές μεταξύ τους. Διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι πολλές από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, ενώ θέλουν να παρουσιαστούν ως προϊόν επεξεργασίας και σχεδίου, αφορούν σε μεγάλο βαθμό εξαγγελίες που έχουν επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν (πχ ηλεκτρονική διακυβέρνηση και μείωση της γραφειοκρατίας). Άλλες εξαγγελίες είναι γενικόλογες και η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι δεν ισχύουν πλέον (υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα επιλύσουν αυτομάτως όλα τα υπαρκτά προβλήματα). Σε άλλες μπορεί να διαπιστώσει κάποιος επικίνδυνα επιφανειακές προσεγγίσεις που δείχνουν, τουλάχιστον, άγνοια σημαντικών προβλημάτων (κατάρρευση του κλίματος, η υποχρέωσή μας να αποσυνδέσουμε την οικονομία από τα ορυκτά καύσιμα κ.ά.)

Δεν έχει γίνει κατανοητό – σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων – ότι δεν μπορούμε να βάζουμε σε ένα κουτάκι την κλιματική αλλαγή και σε άλλα κουτάκια κάποια διαφορετικά προβλήματα. Αν θέλουμε να επιλύσουμε σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στην κοινωνία πρέπει να πειστούμε ότι η κλιματική κρίσημας υποχρεώνει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε όλα τα άλλα προβλήματα (οικονομία, κοινωνικές υποδομές, πόλεις, ενέργεια, μετακινήσεις, απασχόληση) και να αναζητούμε λύσεις που έχουν συνοχή μεταξύ τους.

Η αλλαγή του ενεργειακού, παραγωγικού, καταναλωτικού, οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου είναι ζήτημα επιβίωσης αλλά δεν είναι εφικτή χωρίς συνειδητή και συμμετοχική διαμόρφωση των στρατηγικών και πολιτικών που απαιτούνται, με ρυθμούς μάλιστα που να είναι ανάλογοι, τουλάχιστον, της συντελούμενης αλλαγής του κλίματος.

Χαρακτηριστικό, είναι, για παράδειγμα το θέμα της ενεργειακής κατανάλωσης που συμμετέχει σημαντικά στις εκπομπές των αερίων που αλλάζουν το κλίμα. Μέσα σε έναν αιώνα αυξήθηκε η κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας κατά 800%. Αν όλοι οι άνθρωποι φτάσουν στα επίπεδα κατανάλωσης ενέργειας του μέσου πολίτη μιας “αναπτυγμένης” χώρας χρησιμοποιώντας μάλιστα ορυκτά καύσιμα, είναι αδύνατον νασυγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κάτω από 3,5-5 βαθμούς Κελσίου. Ακόμα, όμως, και αν μηδενίσουμε αύριο τις εκπομπές αερίων, αυτό δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να “μειώσουμε” αέρια που υπάρχουν ήδη σε πολύ μεγάλη συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα και θα συνεχίσουν να προκαλούν επιταχυνόμενη αλλαγή του κλίματος. Κάθε χρονιά που περνάει χωρίς να έχουμε μηδενίσει τις εκπομπές προσθέτει στην ατμόσφαιρα περίπου 40 δις τόνους CO₂ που θα πρέπει να τους μειώσουμε αργότερα ώστε να επανέλθει η ατμόσφαιρα μετά από εκατονταετίες σε μια ισορροπία. Το ετήσιο κόστος για κάτι τέτοιο ανέρχεται σε £ 8 τρισεκατομμύρια, που είναι λίγο ή πολύ το ποσό που ξοδεύει ολόκληρη η ανθρωπότητα ετησίως για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της. Η προσθήκη 7 τόνων CO₂ κατά κεφαλή προσθέτεικατ΄ελάχιστον οικολογικό χρέος (αποτιμώντας το μόνο σε οικονομικούς όρους) για κάθε πολίτη ύψους £ 1400το χρόνο.

Παγκοσμίως παρατηρείται αύξηση της συχνότητας και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Το ζήτημα δεν είναι πλέον δευτερεύον, κάτι που μπορεί να απασχολεί μόνο τις δημόσιες υπηρεσίες ή τις ασφαλιστικές εταιρίες που καλούνται να καταβάλλουν μέρος του κόστους των ζημιών που προκύπτουν. Είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα, και εν τέλει πολιτικό, αφού καταγράφονται σημαντικές ζημιές, μεγάλες απώλειες ανθρώπινων ζωών και δοκιμάζονται οι αντοχές των κοινωνικών και τεχνικών υποδομών ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, όχι μόνο στον τρίτο και τέταρτο κόσμο.

Υπάρχουν, επίσης, μεγάλες γεωστρατηγικές επιπτώσεις που θα συμβούν λόγω της κλιματικής κατάρρευσης (ήδη παρατηρούνται με εντεινόμενη ένταση), όπως βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών (κλιματικοί πρόσφυγες), αύξηση εντάσεων και συγκρούσεων λόγω πιέσεων στους φυσικούς και υδατικούς πόρους, καταστροφή στις καλλιέργειες και αύξηση της έλλειψης τροφίμων σε συγκεκριμές γεωγραφικές ζώνες, κίνδυνοι γενικευμένων πολεμικών συρράξεων. Δεν είναι τυχαίο που σε πολλές χώρες – με εξαίρεση για άλλη μια φορά τη χώρα μας – το θέμα της κλιματικής κρίσης και της ανάγκης επιτάχυνσης της υλοποίησης των διεθνών συμφωνιών για το κλίμα και της εξόδου από τα ορυκτά καύσιμα – έχει τεθεί στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Στη χώρα μας πάντως σε 4 εκλογικές διαδικασίες το θέμα της κλιματικής κρίσης δεν απασχόλησε τους εκλογικούς συνδυασμούς ούτε την δημόσια συζήτηση.