άρθρο του Ν. Χρυσόγελου

Η Ελλάδα ανέλαβε την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ για το Α’ εξάμηνο του 2014 σε μια στιγμή που η Ευρώπη χρειάζεται ανανέωση του οράματος και η χώρα πρέπει να βγάλει έναν περισσότερο ευρωπαϊκό εαυτό. H κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας τα θέματα με κυρίαρχη την εσωτερική οπτική, δεν έχει προετοιμαστεί για τα πολύ δύσκολα θέματα που πρέπει να διαχειριστεί, αλλά είναι φανερό ότι δεν τα "κατέχει". Αλλά και η αντιπολίτευση παίζει στο πεδίο μόνο των εσωτερικών, επικοινωνιακών εντυπώσεων και όχι της ουσιαστικής πολιτικής και ιδιαίτερα των εναλλακτικών λύσεων και της ευρωπαϊκής διάστασης. Έτσι τα σοβαρά ευρωπαϊκά θέματα που αφορούν φυσικά και την Ελλάδα είναι πιθανόν να μείνουν στην άκρη αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή κινητοποίηση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η προστασία του κλίματος, η εξοικονόμηση ενέργειας και η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών προς όφελος του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της απασχόλησης.

Τον Μάρτιο πρέπει να ληφθούν οι κρίσιμες αποφάσεις της ΕΕ για την παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα (Μετά Κιότο) που θα διεξαχθεί στο Παρίσι το 2015. Στις 22 Ιανουαρίου η Κομισιόν πρέπει να εγκρίνει τις προτάσεις της για τη στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030. Ήδη, όμως, το Ευρωκοινοβούλιο την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου, και συγκεκριμένα από κοινού η Επιτροπή Περιβάλλοντος (ENVI) και η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (ITRE) ψηφίσαμε το «Πλαίσιο για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030», που θέτει μεταξύ άλλων στόχους για τη μείωση των αερίων θερμοκηπίου (40%), τη μείωση σπατάλης ενέργειας (40%) και την προώθηση των ΑΠΕ (30%) μέχρι το 2030. Οι Πράσινοι ζητάμε πιο φιλόδοξους στόχους, παρόλα αυτά ήταν μεγάλη επιτυχία η απόφαση αυτή των δυο Επιτροπών δεδομένου ότι είχε ασκηθεί μεγάλη πίεση να μην υπάρχουν καν στόχοι ή να υπάρχει μόνο ένας γενικός στόχος. Οι Πράσινοι ήταν η μόνη ομάδα με πλήρη σύμπνοια και συνοχή στις θέσεις της, οι άλλες πολιτικές ομάδες διχάστηκαν αλλά τελικά το αποτέλεσμα, αν και όχι ιδιαίτερα φιλόδοξο από άποψη ποσοτικών στόχων, είναι καλό. Οι επιστήμονες, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και οι Πράσινοι ζητούσαμε δεσμευτικό στόχο για μείωση των αερίων θερμοκηπίου κατά 60% και στόχο για προώθηση των ΑΠΕ κατά 45% μέχρι το 2030.

Η Ελληνική Προεδρία, όμως, όπως έχει σχολιαστεί αρνητικά, δεν έχει καν στις προτεραιότητές της τη λέξη κλίμα. Δεν είναι τυχαίο, μάλλον, που ο Υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής δεν είναι, αν και προεδρεύων, μεταξύ των 8 Υπουργών Περιβάλλοντος που συνυπογράφουν την επιστολή για την ανάγκη δεσμευτικών στόχων για τη μείωση των «Αερίων του Θερμοκηπίου» και την επίτευξη φιλόδοξων στόχων για τις ΑΠΕ. Την επιστολή συνυπογράφουν οι Υπουργοί Περιβάλλοντος Γερμανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ιταλίας, Πορτογαλίας, Αυστρίας, Ιρλανδίας, Δανίας, αλλά όχι ο αντίστοιχος προεδρεύων της ΕΕ! Από την επιστολή απουσιάζει, επίσης, η υπογραφή του Ισπανού Υπουργού Περιβάλλοντος.

Οκτώ πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού και του Βερολίνου, απευθύνονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να συμπεριλάβει έναν ποσοτικό στόχο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στη «Στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα για το 2030». Στην επιστολή τους προς τους Επιτρόπους Günther Oettinger  (ενέργεια) και Connie Hedegaard  (κλιματική δράση) κάνουν έκκληση για ένα «ισχυρό και μακροπρόθεσμο πλαίσιο υπεράσπισης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», ακόμη και αν «υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τις επιχειρησιακές ρυθμίσεις».

Οι οκτώ υπογράφοντες Υπουργοί αναφέρουν πως «ένας στόχος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και θα συμβάλει στην τόνωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη». Παρ’ όλα αυτά, δεν διευκρινίζεται αν ο στόχος αυτός πρέπει να είναι δεσμευτικός (όπως είναι τώρα) ή όχι, αν θα πρέπει να λάβει τη μορφή εθνικών στόχων ή ενός συνολικού Ευρωπαϊκού στόχου. Πάντως το Ευρωκοινοβούλιο υπερψήφισε τελικώς να υπάρχουν δεσμευτικοί στόχοι. Περιμένουμε και η Κομισιόν να υιοθετήσει ποσοτικούς και φιλόδοξους στόχους. Η Ελληνική Προεδρεία, όμως, πρέπει να διαδραματίσει το δικό της ρόλο ενόψει της συνόδου του Μαρτίου για να υπάρξει συμφωνία και του Συμβουλίου σε μια φιλόδοξη πολιτική που μπορεί να συμβάλει στην αναζωογόνηση της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης.

Μέσα, λοιπόν, σε ένα τόσο ιδιαίτερο κλίμα έντονης πίεσης και πολιτικών διεργασιών για το ευρωπαϊκό ενεργειακό και περιβαλλοντικό μέλλον, οι στόχοι αλλά και οι πρωτοβουλίες της Ελληνικής Προεδρίας είναι ανεπαρκείς. Χαρακτηρίζονται από έντονη προχειρότητα, έλλειψη οράματος και διάθεσης για ενίσχυση των ενεργειακών στρατηγικών με βάση τη βιωσιμότητα, την προστασία του περιβάλλοντος, την ενεργειακή ασφάλεια και την πολυπόθητη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές αποφάσεις για το κλίμα σκιάζονται από την οικονομία και την κρίση είναι επικίνδυνο να βλέπουμε να εντείνονται οι προσπάθειες δυνάμεων που θέλουν να αποδομήσουν την κλιματική πολιτική και την στρατηγική για εξοικονόμηση ενέργειας και προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μεταξύ αυτών και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει καταφέρει να φέρει σε αδιέξοδο την εγχώρια αγορά ενέργειας, να στερείται φιλόδοξου εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, την εξοικονόμηση ενέργειας και τον απεγκλωβισμό από τα ορυκτά καύσιμα, εγχώρια και μη. Το τραγικό είναι ότι την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο της Προεδρίας της ΕΕ, θα πρέπει να προωθήσει φιλόδοξους στόχους για όλη την Ευρώπη σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο.

Οι δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, αξιοποιώντας ευρωπαϊκές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες μπορούν, ίσως, να κάνουν την κυβέρνηση να λειτουργήσει ως ευρωπαϊκή Προεδρία.   

   ________________________________

Το άρθρο του Ν. Χρυσόγελου έχει δημοσιευτεί στις 13/1/13 στις εφημερίδες "Θεσσαλονίκη", "Χρόνος Κοζάνης", "Ροδιακή"

Ερώτηση του Ν. Χρυσόγελου για την ευρωπαϊκή πολιτική χρηματοδότησης νέων ανθρακικών μονάδων  

 

Το γεγονός ότι η οικονομική βιωσιμότητα νέων ανθρακικών μονάδων παραγωγής ενέργειας είναι ασύμβατη με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, ενώ παράλληλα αυτές θα κοστίσουν ακριβά στις οικονομίες και τους πολίτες των Κρατών Μελών, θέτει με ερώτησή του προς την Κομισιόν ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων /Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο.

 

Με στόχο να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, τόσο ο πρόεδρος Ομπάμα όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσαν αλλαγές πλεύσης σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση νέων ανθρακικών μονάδων. Αντιθέτως, η πολιτική δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής υπονομεύει στην πράξη το στόχο περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C. Hστάση αυτή προκαλεί εύλογες απορίες όχι μόνο γιατί η ΕΕ υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της προστασίας του κλίματος, αλλά και γιατί η οικονομική βιωσιμότητα νέων λιγνιτικών μονάδων που θα τεθούν σε λειτουργία μετά το 2020 έρχεται σε σύγκρουση με τους ισχύοντες στόχους της ΕΕ για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2050 κατά 80-95% σε σχέση με το 1990.

 

Όπως δείχνει πρόσφατη επιστημονική έκθεση του WWF Ελλάς, η επένδυση της ΔΕΗ σε δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα-5 και Μελίτη-2) είναι όχι μόνο κλιματικά αλλά και οικονομικά ασύμφορη, εάν η Ελλάδα τηρήσει τις δικές της δεσμεύσεις ως προς την ενεργειακή της πολιτική για τις επόμενες τρεις δεκαετίες.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που χρησιμοποιήθηκαν στους υπολογισμούς οι οποίοι οδήγησαν στο παραπάνω συμπέρασμα, είναι αυτές που αντιστοιχούν στο «σενάριο αναφοράς» του Οδικού Χάρτη για την Ενέργεια 2050 της ΕΕ, δηλ στο πιο αισιόδοξο σενάριο για το λιγνίτη. Το σενάριο αυτό θα οδηγήσει σε μείωση εκπομπών CO2 το 2050 σε σχέση με το 1990 κατά 40%, ποσοστό πολύ χαμηλότερο του 80-95%, για το οποίο έχει δεσμευτεί η ΕΕ. Επομένως αν τηρηθούν οι στόχοι για διείσδυση των ΑΠΕ και μείωση εκπομπών CO2, η ζημία για τις νέες ανθρακικές μονάδες προβλέπεται να είναι πολύ μεγαλύτερη κι από αυτή που παρουσιάζει η έκθεση του WWFΕλλάς.

 

Ο Νίκος Χρυσόγελος δήλωσε σχετικά:

 

«Μεταξύ 2007 και 2011, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δάνεισε 15 δις ευρώ για την κατασκευή νέων ανθρακικών μονάδων, 200 εκ ευρώ περισσότερα από το ποσό με το οποίο  συγχρηματοδότησε νέα έργα ΑΠΕ το ίδιο χρονικό διάστημα. Σήμερα η ΕΤΕπ προσανατολίζεται στη θέσπιση ορίου εκπομπών περίπου 550 gCO2/KWhστις ανθρακικές μονάδες που συγχρηματοδοτεί, αλλά η Γερμανική Τράπεζα KfWσυγχρηματοδοτεί τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα Vστη Δυτική Μακεδονία, όπου οι εκπομπές CO2 θα φτάνουν τα 1050 gCO2/KWh!

Τη στιγμή που η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα ξεπερνά τα 400 ppm, η πολιτική αυτή είναι εντελώς λάθος. Οι τεράστιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τομέας στον οποίο η ΕΕ ήταν κάποτε πρωτοπόρος, απαιτούν πολύ πιο τολμηρές πολιτικές αποεπένδυσης από τον άνθρακα, όπως ήδη ανακοίνωσε ο πρόεδρος Ομπάμα για τις ΗΠΑ. Πολλά από τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι Κανονισμοί για τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία για την περίοδο 2014-2020 μιλούν για προώθηση μιας «οικονομίας χαμηλού άνθρακα», δηλαδή για μείωση της χρήσης άνθρακα (πετρέλαιο, κάρβουνο και λιγνίτη) στην παραγωγή ενέργειας.

Η μείωση του 80-95% στις εκπομπές CO2 το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 για την οποία η ΕΕ έχει δεσμευθεί, δε θα επιτευχθεί μαγικά. Απαιτούνται, μεταξύ άλλων, δραστικές αλλαγές στις πρακτικές χρηματοδότησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και των μεγάλων εμπορικών Ευρωπαϊκών Τραπεζών, καθώς και πολύ πιο ξεκάθαρα μηνύματα προς όλους τους επενδυτές στον τομέα της ενέργειας. Πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν ότι απλώς η τήρηση των στόχων διείσδυσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μείωσης των εκπομπών CO2 στην Ελλάδα καθιστούν νέες λιγνιτικές μονάδες που θα λειτουργήσουν σε 7 και 8 χρόνια από σήμερα, οικονομικά μη βιώσιμες. Τόσο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης όσο και το Ταμείο Συνοχής, με την πίεση και των Πράσινων, θα χρηματοδοτήσουν το διάστημα 2014-2020 με σημαντικά ποσά έργα εξοικονόμησης ενέργειας και προώθησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στα δημόσια κτίρια, τις κατοικίες και τις μεταφορές όπως και στις επιχειρήσεις.

Η ευρωπαϊκή και εθνική ενεργειακή και κλιματική πολιτική πρέπει επιτέλους να αποκτήσουν συνοχή προς την κατεύθυνση της αποεπένδυσης από τον άνθρακα. Δεν μπορεί για παράδειγμα την προηγούμενη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λαμβάνει μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν στην αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών CO2, και την ίδια στιγμή τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συγχρηματοδοτούν νέες ρυπογόνες μονάδες, οι οποίες το πιο πιθανό είναι να μετακυλήσουν το επιπλέον κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν, στους καταναλωτές. Με την ερώτησή μου αυτή καλώ την Κομισιόν να προσεγγίσει με ένα συστηματικό τρόπο το ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην οικονομική βιωσιμότητα νέων ανθρακικών μονάδων και τους στόχους μείωσης εκπομπών CO2.»

 

(Ακολουθεί ολόκληρο το περιεχόμενο της ερώτησης)

 

Θέμα: «Οικονομική βιωσιμότητα νέων ανθρακικών μονάδων και κλιματικοί στόχοι»

 

Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές πολιτικής που ανακοίνωσε πρόσφατα ο πρόεδρος Ομπάμα είναι οι αυστηρότατοι περιορισμοί στη χρηματοδότηση νέων ανθρακικών μονάδων σε τρίτες χώρες [1]. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Παγκόσμια Τράπεζα σχεδιάζει να περιορίσει τη χρηματοδότηση νέων ανθρακικών μονάδων μόνο σε «σπάνιες περιπτώσεις» αντικατοπτρίζοντας την πολιτική της να αμβλύνει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής [2]. Αντιθέτως η πολιτική δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής δε δείχνει συμβατή με το στόχο περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C [3], πράγμα που προκαλεί απορίες δεδομένου κιόλας ότι η οικονομική βιωσιμότητα νέων λιγνιτικών σταθμών που θα τεθούν σε λειτουργία μετά το 2020 δείχνει να έρχεται σε σύγκρουση με τους διακηρυχθέντες κλιματικούς στόχους της ΕΕ για μείωση των εκπομπών CO2 το 2050 κατά 80-95% σε σχέση με το 1990 [4,5]. Όπως δείχνει επιστημονική έκθεση του WWFΕλλάς [6] η επένδυση της ΔΕΗ σε δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα-5 και Μελίτη-2) αποδεικνύεται ζημιογόνα και με οικονομικούς όρους, αρκεί η Ελλάδα να παραμείνει πιστή στις δικές της δεσμεύσεις ως προς την ενεργειακή της πολιτική για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Σημειώνεται ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη, όπως άλλωστε και στον Οδικό Χάρτη 2050 του ΥΠΕΚΑ, είναι αυτές που αντιστοιχούν στο «σενάριο αναφοράς» του Οδικού Χάρτη για την Ενέργεια 2050 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το σενάριο αυτό θα οδηγήσει σε μείωση εκπομπών CO2 το 2050 σε σχέση με το 1990 κατά 40%, ποσοστό πολύ χαμηλότερο του 80-95%, για το οποίο έχει δεσμευτεί η ΕΕ.

 

Ερωτάται η Επιτροπή:

1. Με δεδομένες τις δεσμεύσεις της ΕΕ για μείωση των εκπομπών CO2  ως το 2050, σκοπεύει να εκπονήσει μελέτη που θα εκτιμά την οικονομική βιωσιμότητα νέων ανθρακικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα τεθούν σε λειτουργία μετά το 2020;

2. Θεωρεί πως η συνεχιζόμενη χρηματοδότηση ανθρακικών μονάδων από την ΕΤΕπ είναι συμβατή με την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ;

3. Εξετάζει το ενδεχόμενο να ακολουθήσει το σχετικό παράδειγμα του προέδρου Ομπάμα και να ζητήσει τον τερματισμό χρήσης κοινοτικών πόρων για χρηματοδότηση ανθρακικών μονάδων σε τρίτες χώρες;

 

[1]http://www.whitehouse.gov/the-press-office/2013/06/25/fact-sheet-president-obama-s-climate-action-plan

[2]http://www.bloomberg.com/news/2013-06-26/world-bank-to-limit-coal-power-financing-to-rare-circumstances.html

[3] http://www.wwf.eu/index.cfm?209179/EIB-Supports-for-fossil-fuel

[4] http://ec.europa.eu/energy/energy2020/roadmap/index_en.htm

[5] http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/ec/110889.pdf

[6]http://www.wwf.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1038:2013-06-26-09-21-09&catid=70:2008-09-16-12-10-46&Itemid=90

Το Ευρωκοινοβούλιο υπερψηφίζει το backloading

 

Με ψήφους 344 υπέρ, 311 κατά και 46 λευκά η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο υπερψήφισε τη ρυθμιστική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναβάλλει τη δημοπράτηση 900 εκατομμυρίων δικαιωμάτων εκπομπής CO2 (η λεγόμενη πρόταση backloading). Στόχος της πρότασης που υιοθετήθηκε είναι να αντιμετωπίσει την υπερπροσφορά δικαιωμάτων CO2 που έχει οδηγήσει σε κατάρρευση την τιμή τους υπονομεύοντας έτσι την ίδια τη λειτουργία του μηχανισμού.

 

Πρόκειται στην ουσία για αντιστροφή του αποτελέσματος της ψηφοφορίας στην Ολομέλεια του Απριλίου όπου η αναβολή της δημοπράτησης είχε καταψηφιστεί με ψήφους 334 κατά και 315 υπέρ. Τότε, εκτός από τον ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων Νίκο Χρυσόγελο, μόνο 3 άλλοι Έλληνες ευρωβουλευτές (Αρσένης, Δρούτσας, Χουντής) είχαν υπερψηφίσει την πρόταση της Κομισιόν. Συγκαταλέγεται ασφαλώς στα θετικά ότι στη νέα αυτή κρίσιμη ψηφοφορία όπου το αποτέλεσμα κρίθηκε και πάλι οριακά, και άλλοι Έλληνες ευρωβουλευτές στήριξαν με τη θετική ψήφο τους τη διάσωση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής.

 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου συμπεριλαμβανομένης και της Ομάδας των Πράσινων, απέρριψε (303 υπέρ, 359 κατά, 31 λευκά) τις τροπολογίες που ζητούσαν την ταχύτερη επιστροφή των δικαιωμάτων στην αγορά καθώς και τη δέσμευση 600 εκ δικαιωμάτων σε ένα ειδικό λογαριασμό που στόχο θα είχε την προώθηση καθαρότερων τεχνολογιών. Η απόρριψη αυτών των τροπολογιών από τους Πράσινους έγινε γιατί στην πράξη θα αναιρούσαν την ουσία της αναβολής δημοπράτησης 900 εκ. δικαιωμάτων με αποτέλεσμα να μην ασκείται επαρκής πίεση στις ρυπογόνες εταιρίες  να αλλάξουν τις  πρακτικές τους.

 

Η απόφαση της Ολομέλειας υπέρ του backloadingεξουσιοδοτεί τον MatthiasGroote, συντάκτη της ρυθμιστικής πρότασης, να ξεκινήσει συνομιλίες με τους εκπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων. Το αποτέλεσμα των συνομιλιών αυτών θα χρειαστεί επικύρωση από το Ευρωκοινοβούλιο και τους υπουργούς των κρατών-μελών.

 

Ο Νίκος Χρυσόγελος δήλωσε σχετικά:

«Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου είναι αναμφισβήτητα ένα ελάχιστο αλλά απαραίτητο βήμα για τη διάσωση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενάντια στην κλιματική. Το βήμα αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα καθώς εκκρεμούν διαπραγματεύσεις με τα κράτη-μέλη στις οποίες είναι επιτακτική ανάγκη η Ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την κοντόφθαλμη οπτική της απέναντι στο κλίμα όπως αυτή διαφάνηκε στην ενημέρωση που έστειλε στους Έλληνες ευρωβουλευτές την παραμονή της ψηφοφορίας του Απριλίου. Σύμφωνα με αυτή, η προβλεπόμενη άνοδος της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών λόγω backloadingεξισωνόταν περίπου με οικονομική καταστροφή για την Ελλάδα. Πέραν των λαθών στους υπολογισμούς και τις παραδοχές, μια πραγματικότητα που το υπουργείο προσπέρασε είναι ότι με τιμή 4 ευρώ τον τόνο είναι αδύνατον να δημιουργηθούν ισχυρά κίνητρα για αλλαγή τεχνολογιών και άρα είναι αδύνατον το σύστημα εμπορίας ρύπων να επιτελέσει τον στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκε. Μια δεύτερη πραγματικότητα είναι ότι η ανάγκη αλλαγής τεχνολογιών προς πράσινη κατεύθυνση θα φέρει επενδύσεις και θέσεις εργασίας και στην Ελλάδα και μάλιστα σε βάθος χρόνου.

Η αναβολή δημοπράτησης 900 εκ δικαιωμάτων εντούτοις, δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τα μεγάλα προβλήματα του συστήματος εμπορίας ρύπων. Η πραγματικότητα είναι ότι χρειαζόμαστε ένα λειτουργικό σύστημα εμπορίας ρύπων με τιμές CO2 που να δίνουν ισχυρά κίνητρα για επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες και πράσινη καινοτομία. Με δεδομένο ότι τα πλεονάζοντα δικαιώματα εκπομπών του ETSαγγίζoυν σήμερα τα 2 δις, η αναβολή δημοπράτησης 900 εκ δικαιωμάτων προφανώς δεν αρκεί για να επιτύχει αυτό το στόχο που είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι Πράσινοι καλούμε την Επιτροπή να διαμορφώσει πρόταση για την οριστική απόσυρση τουλάχιστον 1.4 δις δικαιωμάτων πριν το τέλος του έτους. Χρόνος για άλλες καθυστερήσεις δεν υπάρχει. Η ΕΕ χρειάζεται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων αναμορφώνοντας τον προ πολλού ξεπερασμένο στόχο της μείωσης των εκπομπών για το 2020 από 20% σε τουλάχιστον 30%»