Είναι δυνατόν μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι απαιτείται πολιτικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων ακόμα και σε θέματα στα οποία διαφωνούν ριζικά; Όταν ταξίδευα ως ευρωβουλευτής των Πράσινων σε διάφορες περιοχές, με ρωτούσαν συχνά οι πολίτες πώς γίνεται και οι ευρωβουλευτές διαφορετικών πολιτικών ομάδων κάθονται και συζητάνε πολιτικά με πολιτισμένο τρόπο αλλά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί με βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου.

Ναι χρειάζεται να αναπτυχθεί μια κουλτούρα πολιτικού διαλόγου αλλά ο διάλογος αυτός δεν πρέπει να είναι μέρος επικοινωνιακών και μόνο σχεδιασμών. Επίσης, ο διάλογος δεν μπορεί να περιορίζεται μεταξύ των κομμάτων αλλά πρέπει να εμπλουτίζεται και με την συμμετοχή κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων, πανεπιστημιακών, ενεργών πολιτών.

Στην σημερινή εποχή κρίσης ο πολιτικός διάλογος είναι απαραίτητος για να διαμορφωθεί από την περιφέρεια προς το κέντρο ένα εναλλακτικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση που θα είναι κοινωνικά δίκαιο, θα συμβάλει στην αλλαγή της οικονομίας προς μια πιο βιώσιμη αλλά κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη κατεύθυνση, θα θέσει ως βασική προτεραιότητα την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αλλά και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ο μόνος δρόμος για να βγούμε από την κρίση είναι να συμφωνήσουμε ως κοινωνία σε ένα νέο σχέδιο που θα αποτυπωθεί μετά και σε πολιτικό ή και κυβερνητικό επίπεδο.

Όσο αποφεύγουμε να συζητήσουμε τι συγκεκριμένα πρέπει να γίνει, είναι σίγουρο ότι θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην κρίση. Αλλά χωρίς εναλλακτικό σχέδιο που θα είναι ρεαλιστικό και σοβαρό, και θα έχει την συνειδητή υποστήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας, δεν υπάρχει πιθανότητα να βγούμε από την κρίση.

Τα κόμματα, όχι όλα πάντως, αρχίζουν να τροποποιούν την τακτική τους σε θέματα διαλόγου μεταξύ τους. Εξ ανάγκης μάλλον αρχίζουν να βλέπουν με άλλο μάτι τον «διάλογο». Βλέπουμε τις τελευταίες μέρες πρωτοβουλίες από τα κόμματα με έναν καταιγισμό επιστολών και εμαιλ, αλλά και δηλώσεων για …διάλογο. Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο παίζει και η εσωκομματική κατάσταση των περισσοτέρων αλλά και η συνειδητοποίηση ότι ο κατακερματισμός ή η πολυμορφία του πολιτικού σκηνικού όπως καταγράφηκε και στις ευρωεκλογές δεν επιτρέπουν πλέον προσδοκίες αυτοδύναμης κυριαρχίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσκαλεί σε διάφορα μέτωπα (ΔΕΗ κα), αλλά δεν έχει προς το παρόν διάθεση να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για το δικό του σχέδιο εναλλακτικής διακυβέρνησης που θα πρέπει να απαντάει και στο ποια είναι η δική του πρόταση για την ενέργεια, για παράδειγμα. Επιμένει σε μέτωπα αντίστασης. Και καλεί σε διάλογο στην βάση προκαθορισμένων μετώπων δυνάμεις της «αριστεράς, της άκρας αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας καθώς και πατριωτικές δυνάμεις».

Η ΔΗΜΑΡ, μετά το σοκ των ευρωεκλογών, απέστειλε εσπευσμένα πρόσκληση σε «διάλογο για την κεντροαριστερά και για την διαμόρφωση μιας προοδευτικής κυβέρνησης της χώρας». Παρουσιάζει μάλιστα 12 προγραμματικά σημεία για τον διάλογο για την κεντροαριστερά. Η επιστολή είχε δυο εκδοχές, μία απευθύνονταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μια προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της «κεντροαριστεράς, της αριστεράς και της οικολογίας».

Το ΠΟΤΑΜΙ δημιούργησε μια, ασαφή τουλάχιστον προς το παρόν, 60μελή Επιτροπή Διαλόγου, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται απλώς για μια συμβουλευτική προς τον επικεφαλής (Στ. Θεοδωράκη) Επιτροπή όπως προβλέπει το καταστατικό που υιοθετήθηκε από το συνέδριο (κάτι που προσωπικά δεν με ενδιαφέρει) ή είναι ένα γενικότερο φόρουμ διαλόγου με ανθρώπους που ΔΕΝ είναι ενταγμένοι στο ΠΟΤΑΜΙ (σε αυτή την δεύτερη εκδοχή απάντησα και εγώ θετικά, με δεδομένο ότι είμαι και παραμένω στους ΠΡΑΣΙΝΟΥΣ- Αλληλεγγύη).

Το κόμμα «ΠΕΙΡΑΤΕΣ» έχει αναλάβει μια άλλη πρωτοβουλία διαλόγου, να καλέσει όλα τα μικρά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής να συνεργαστούν με στόχο να εκλέξουν εκπροσώπους (αφού συνολικά εκπροσωπούν το 16% του εκλογικού σώματος) στις επερχόμενες εθνικές εκλογές.

Είναι αλήθεια ότι και εμείς οι «ΠΡΑΣΙΝΟΙ-Αλληλεγγύη» προετοιμάζουμε τις δικές μας …επιστολές και προτάσεις για πολιτικό και κοινωνικό διάλογο αλλά για ένα σύνολο θεμάτων που απασχολούν την κοινωνία, όπως για παράδειγμα η ανεργία, οι ανασφάλιστοι, η υγεία, η μεταρρύθμιση της διοίκησης, η στροφή της οικονομίας προς πράσινη, κοινωνική, καινοτόμα κατεύθυνση, η προστασία του περιβάλλοντος, η ενέργεια κα. Και για να είναι ξεκάθαρη η στάση μας: μια πολιτική-προγραμματική συζήτηση για το πώς θα βγει η χώρα από την κρίση έχει πάντα ενδιαφέρον για μας, ένας προσχηματικός διάλογος για τα μάτια του κόσμου για να επιτευχθεί εσπευσμένα μια συμφωνία και να έχουμε κάποια ανταλλάγματα (βουλευτικές θέσεις, χρήματα, αποσπασμένους) ούτε μας ενδιαφέρει όπως έχουμε αποδείξει ούτε ανταποκρίνεται στις δικές μας αξίες και ήθος.

Το κλίμα λοιπόν άλλαξε και το επόμενο διάστημα προβλέπεται αύξηση της αλληλογραφίας κι ανταλλαγή προσκλήσεων για διάλογο. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μας όμως μερικά προαπαιτούμενα:

- ο διάλογος δεν μπορεί να είναι γενικόλογος αλλά πρέπει να αφορά σε θέματα που ενδιαφέρουν την κοινωνία,

- δεν μπορεί να είναι ένα παιχνίδι επικοινωνιακών σχεδιασμών, αλλά ουσιαστικής προγραμματικής συζήτησης που θα διαρκέσει ένα χρονικό διάστημα και θα πάει σε βάθος,

- δεν μπορεί να αφορά μόνο σε κόμματα αλλά πρέπει να περιλάβει και κοινωνικούς – επαγγελματικούς φορείς, με δεδομένο πλέον ότι τα κόμματα δεν μπορούν να μονοπωλούν την διαμόρφωση πολιτικών.

Α, ναι, και κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να σπαταληθεί πολύ χαρτί για τον διάλογο, η ανταλλαγή επιστολών μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά.

Ας ξεκινήσουν, λοιπόν, οι χοροί. Όμως, ποια θέματα μπορεί να έχουν άμεση προτεραιότητα σε έναν δομημένο διάλογο είτε μέσα και μεταξύ θεσμικών κοινωνικών κι επαγγελματικών φορέων ή και πολιτικών κομμάτων; Εμείς προτείνουμε την έναρξη ενός ουσιαστικού πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων ή μέρους των κομμάτων αλλά και με την αυτοδιοίκηση, τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς φορείς ώστε να διαμορφωθεί από τα κάτω, με πραγματικούς πολιτικούς όρους, μέσα στην κοινωνία, ένα κοινωνικά δίκαιο, ισορροπημένο, βιώσιμο σχέδιο διεξόδου από την κρίση που θα έχει τέσσερεις άξονες:

(α) να πετύχουμε βελτίωση των δημοσιονομικών μέσα από άλλο δρόμο,

(β) να ενισχύσουμε την πραγματική οικονομία κάνοντας την κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη και καινοτόμο, μια οικονομία που δημιουργεί θέσεις εργασίας και προστατεύει το περιβάλλον, ενισχύοντας μακροχρόνια την βιώσιμη ευημερία όλων,

(γ) να μειώσουμε τις διακρίσεις, τις ανισότητες και τις κοινωνικές διαφορές, επιτυγχάνοντας την σύγκλιση μεταξύ κοινωνικών ομάδων, περιοχών και περιφερειών,

(δ) να μεταρρυθμίσουμε την διοίκηση ώστε να είναι αποτελεσματική, σύγχρονη, ελάχιστα γραφειοκρατική και να λειτουργεί προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.

Στο πλαίσιο αυτό προτεραιότητα – για λόγους επιβίωσης πολλών συμπολιτών μας -αποκτάει η ανάγκη δομημένου διαλόγου με πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, περιφερειακά και κεντρικά, για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ως μέσο άμεσης εξισορρόπησης της βίαιης απώλειας εισοδημάτων και της αύξησης των ανισοτήτων μέσα στην κοινωνία.

Πρέπει να είναι σε όλους σαφές ότι ακόμα και με το πιο αισιόδοξο σενάριο «οικονομικής ανάκαμψης» δεν είναι εφικτό οποιαδήποτε κυβέρνηση να πετύχει υψηλά εισοδήματα για όλους και μάλιστα γρήγορα. Αντιθέτως, η βίαιη αφαίρεση εισοδημάτων πρέπει και μπορεί να εξισορροπηθεί πολύ γρήγορα από κοινωνικά και οικολογικά αγαθά (κυρίως υπηρεσίες), για να μπορούν όλοι/ες να ζούμε καλύτερα ακόμα και με λιγότερα χρήματα.

Με άλλα λόγια, εμείς προτείνουμε να συζητήσουμε για το πώς θα στραφούμε ως χώρα στην κοινωνική και οικολογική καινοτομία ως μέσο για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανθρώπινης, αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους. Πριν την κρίση τα πολιτικά κόμματα έδιναν έμφαση στην άνοδο του εισοδήματος ως εργαλείο για την διασφάλιση της ευημερίας. Ελάχιστη προσοχή δόθηκε στην δημιουργία ενός αποτελεσματικού, δημόσιου συστήματος υγείας για όλους, ή σε δημόσιες, αποτελεσματικές, οικολογικές συγκοινωνίες, στην οικολογική και αισθητική αναγέννηση των πόλεων, στην πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση, στην εξοικονόμηση ενέργειας ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας κα. Οι διεκδικήσεις αφορούσαν, κυρίως, σε αύξηση μισθών, παροχή επιδομάτων και συντεχνιακές ρυθμίσεις που μετατρέπονταν σε εισόδημα.

Εκ των πραγμάτων αλλά και ως αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής κριτικής απέναντι στα αίτια της χρεοκοπίας, ένα τμήμα της κοινωνίας συνειδητοποιεί ότι η ευημερία δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με το εισόδημα και με την δυνατότητα του πολίτη να αγοράζει υπηρεσίες και αγαθά που έχουν στο μεταξύ καταστραφεί ή έχουν γίνει πολύ ακριβά εμπορεύματα (πχ υγεία, καθαρός αέρας, παιδεία, ξεκούραση-αναψυχή, πολιτισμός, βιώσιμη κινητικότητα).

Εμείς θέτουμε σε συζήτηση, λοιπόν, μια νέα στρατηγική, να ζουν οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, καλύτερα μέσω της εξασφάλισης – συμπληρωματικά με ένα αξιοπρεπές εγγυημένο εισόδημα για όλους - νέων, καινοτόμων, αποτελεσματικών «κοινωνικών και περιβαλλοντικών υποδομών», δομών αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής.

Τέλος, ας μην μπερδεύουμε τις προτάσεις για διάλογο με κινήσεις που διευκολύνουν την ανάληψη κάποιας καρέκλας. Με αφορμή τον διάλογο (!) μπορεί να ανοίξει η όρεξη για μεταγραφές και προσχωρήσει. Επίσης, κίνητρο για τον «διάλογο» μπορεί να είναι η φιλοδοξία για μια προσωπική ή μικρο-ομαδική «τακτοποίηση». Ο μανδύας «ιδεολογικής-πολιτικής συμφωνίας» έρχεται μετά να δικαιολογήσει – καλύψει την μετακίνηση. Ξέρουμε και ακούμε πολλά σχετικά. Εμάς τουλάχιστον δεν μας ενδιαφέρει «διάλογος» σε τέτοια βάση.

του Νίκου Χρυσόγελου,

 

Οι σχέσεις της Ευρώπης και της Ελλάδας δεν βασίζονται σε ισορροπημένες προσδοκίες και απαιτήσεις. Η Ευρώπη δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών (και όχι μόνο σε σχέση με την ελληνική κρίση), παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, τον αυξανόμενο ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, την πρωτοφανή υλική ευημερία – σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου -  και το γεγονός ότι για πρώτη φορά, μετά από πολλούς αιώνες, στην καρδιά της Ευρώπης δεν υπάρχει πόλεμος για 50-60 συνεχή χρόνια. Το ευρώ μετατράπηκε από κοινό νόμισμα που θα ένωνε σε εργαλείο διχασμού και διαχωρισμού.  Η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει μπροστά αλλιώς θα διαλυθεί, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνο ένα ταμείο ή μια αγορά. Έπρεπε να είναι, ήδη, ένας ενιαίος κοινωνικός, φορολογικός, οικονομικός και πολιτικός χώρος δημοκρατικά νομιμοποιημένος.

 

Η Ελλάδα δεν έχει αντιληφθεί τις ευρωπαϊκές δυνατότητες αλλά και υποχρεώσεις της. Για την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα η Ευρώπη ήταν για πολλά χρόνια  η παχιά αγελάδα που θα μπορούσαμε να αρμέγουμε αιωνίως. Μάλιστα, κάποια στιγμή κορυφώθηκε η λογική “πάρετε όσα μπορείτε περισσότερα από τους κουτόφραγκους, είναι εκεί για να μας πληρώνουν”. Τι σημασία έχει που αυτό οδήγησε σε έκρηξη της διαφθοράς και της απάτης! Τεράστια ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά πακέτα διατέθηκαν συχνά με αναποτελεσματικό τρόπο και χωρίς ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Δεν υπήρξε πολιτική κοινωνικής συνοχής και σύγκλισης μεταξύ των περιφερειών αλλά και στο εσωτερικό κάθε περιφέρειας και σε αρκετές περιπτώσεις οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις διεύρυναν αντί να μειώσουν την απόκλιση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων όχι μόνο σε επίπεδο εισοδημάτων αλλά και κοινωνικών υποδομών. Ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση αποτελεσμάτων παραμένουν ακόμα και σήμερα, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, έννοιες  άγνωστες στην διοίκηση αλλά και στην κοινωνία.

 

Τα στερεότυπα που έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης ευρωπαϊκών χωρών αλλά και σε θεσμικούς παράγοντες καθώς και οι υπεραπλουστεύσεις εμποδίζουν τον χειρισμό της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης με όρους επίλυσης κι όχι τιμωρίας. Παρόμοια στερεότυπα κυριαρχούν και σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης (πχ όλοι μας επιβουλεύονται, θέλουν το κακό μας γιατί είμαστε ανυπότακτοι κα). Η άγνοια και η αντίφαση κυριαρχούν σε επίπεδο ιδεών, συγχέοντας τη διαφωνία με πολιτικές (πχ  πολιτική της Μέρκελ) με ιστορικά φαινόμενα (πχ ναζισμός). Την ίδια στιγμή που μεγάλο τμήμα της κοινωνίας κατηγορεί τη Μέρκελ ή τη Γερμανία για νεο-ναζιστική συμπεριφορά,  οι πρακτικές ενός πολιτικού κόμματος που είναι στην Ελληνική Βουλή και βασίζονται στη ναζιστική ιδεολογία για φυλετικό διαχωρισμό, την αντιμετώπιση των ανθρώπων με βάση το “αίμα” και το χρώμα, γίνονται αποδεκτές ή τουλάχιστον ανεκτές! Πλήρης ιδεολογική και γνωστική σύγχυση. 

 

Χρειάζεται ως κοινωνία να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι σε αλλαγή πλεύσης γιατί μας το επέβαλαν κάποιοι άλλοι. Η αλλαγή είναι καταρχάς υπόθεση και ευθύνη της ελληνικής κοινωνία γιατί δεν ήταν βιώσιμο το μοντέλο που ακολουθούσαμε. Το μίγμα πολιτικής που ακολουθείται σήμερα με ευθύνη της τρόικα, των ελληνικών κυβερνήσεων και των ελληνικών κομμάτων είναι προφανώς λάθος. Χρειάζεται, τότε, να συμφωνήσουμε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση είναι απαραίτητη αλλά μπορεί να γίνει με κοινωνικά δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο, όχι με τον σημερινό αναποτελεσματικό και ισοπεδωτικό, κοινωνικά άδικο τρόπο. Η παγκόσμια κρίση και τα διαρθρωτικά προβλήματα της ευρωζώνης έκαναν τη φούσκα να σκάσει πιο γρήγορα και πιο επώδυνα, αλλά η φούσκα υπήρχε και ελάχιστοι ήθελαν να την δουν και πολύ περισσότερο να την αντιμετωπίσουν εγκαίρως.

 

Η κρίση μας εξαναγκάζει να ξαναδούμε σοβαρά το σημερινό ευρωπαϊκό μοντέλο. Ο σχετικός διάλογος είναι έντονος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο εσωτερικό πολλών χωρών και πάνω από όλα στο Ευρωκοινοβούλιο. Όμως στη χώρα μας κυριαρχούν κυρίως οι υπεραπλουστεύσεις. Η κοινωνία λειτουργία υπό πίεση και οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση της οργής και της αυξανόμενης κατάθλιψης. Τα κόμματα αδυνατούν να κάνουν αναλύσεις και πολιτικές συζητήσεις, δεν είναι καν καλοί διαχειριστές. Αγνοούν πλήρως τους ευρωβουλευτές τους, ζώντας έτσι σε μια εικονική ευρωπαϊκή πραγματικότητα σε σχέση με αυτή που υπάρχει στον πραγματικό ευρωπαϊκό κόσμο. Αυτή η πολιτική “ατμόσφαιρα” δεν βοηθάει να έχουμε άποψη και στρατηγική και πολύ περισσότερο παρέμβαση στα ευρωπαϊκά δρώμενα.

 

Η χώρα απουσιάζει από τα πιο σημαντικά φόρα και κυρίως από τις υπαρκτές ή υπό διαμόρφωση συμμαχίες, κάτι αδιανόητο όμως στις σημερινές συνθήκες.  Ένα από τα αποτελέσματα είναι ότι οι άλλες χώρες της κρίσης επιδιώκουν να μένουν μακριά από την Ελλάδα, διαχωρίζουν τη θέση τους, μιλούν για ελληνική ιδιαιτερότητα, αν και γνωρίζουν ότι μέρος της ελληνικής κρίσης έχει τις ρίζες του στα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης.  Με τις επιθέσεις σε μετανάστες, την αυξανόμενη ξενοφοβία και τις νεο-ναζιστικές συμπεριφορές κινδυνεύουμε να χάσουμε τη συμπάθεια και την αλληλεγγύη μεγάλων τμημάτων της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, που βλέπει ένα ευάριθμο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας την ίδια στιγμή που ζητάει την αλληλεγγύη τους να επιδεικνύει μεγάλη περιφρόνηση στα στοιχειώδη δικαιώματα και στην αναγκαία αλληλεγγύη σε ομάδες που υποφέρουν επίσης από πολύπλευρες κρίσεις στις δικές τους χώρες (πόλεμοι, διώξεις, ακραία φτώχεια, βασανιστήρια κα).

 

Η κρίση δεν έχει αντιμετωπιστεί ακόμα ως μια ευκαιρία προετοιμασίας της χώρας και της κοινωνίας για να μπορέσει να συμμετάσχει ως ισότιμος παίχτης στο ευρωπαϊκό παιχνίδι, στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, κάτι που θα βοηθούσε τη χώρα να υπερβεί την κρίση με πιο δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο. Ναι, είναι μια εποχή που χρειαζόμαστε την αλληλεγγύη της Ευρώπης, δεν μπορεί όμως από την άλλη να συμπεριφερόμαστε ως κακομαθημένα παιδιά ή ως μια εγωκεντρική κοινωνία. Χρειάζεται η βοήθεια την οποία απαιτούμε για την Ελλάδα να την εντάσσουμε σε ένα νέο, συνολικό σχέδιο μιας ενιαίας, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά Ευρώπης και πολιτικών επιλογών που δεν αφορούν μόνο στην Ελλάδα αλλά κάθε χώρα που βιώνει σήμερα την κρίση ή που μπορεί να την βιώσει αύριο. Δεν μπορεί όλα να αναλύονται από μια στενή ελληνοκεντρική οπτική.

 

Πολύ σημαντικά θέματα που αποφασίζονται στο Ευρωκοινοβούλιο παραμένουν άγνωστα στην Ελληνική κοινωνία, δεν βρίσκουν χώρο στα ελληνικά ΜΜΕ και σπάνια αναλύεται η σημασία τους για τις κοινωνίες. Για παράδειγμα, πριν λίγο καιρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε το λεγόμενο “διπλό πακέτο για εξυγίανση και έλεγχο των δημοσιονομικών” που μεταξύ άλλων θέτει ξεκάθαρα ότι τα μέτρα εξυγίανσης των δημοσιονομικών δεν πρέπει να πλήττουν τις πολιτικές για την υγεία ή την παιδεία ή την κοινωνική συμφωνία για το ύψος των κατώτατων μισθών. Θέσεις που όχι μόνο δεν προβάλλονται από τα ΜΜΕ αλλά ούτε καν αναφέρονται ή πολύ περισσότερο αξιοποιούνται από τα πολιτικά κόμματα, αν πράγματι επιδίωκαν να αλλάξουν τις εφαρμοζόμενες σήμερα κοινωνικά άδικες πολιτικές και να δημιουργήσουν ισχυρά αντίβαρα στις πιέσεις της τρόικα.

 

Με ευθύνη του πολιτικού συστήματος, και κυρίως της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν διαπραγματεύθηκε σοβαρά το είδος και τους όρους της βοήθειας που χρειάζονταν. Συμφώνησε με όρους και πολιτικές που σε πολλές περιπτώσεις είναι στον αντίποδα των Ευρωπαϊκών πολιτικών κι αξιών, του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Μετατράπηκε, εύκολα, στο μαύρο πρόβατο, όχι μόνο δίνοντας τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αφορμές αλλά και επιδεικνύοντας απίστευτο ερασιτεχνισμό, κουτοπονηριά (υποσχόμαστε ότι θα κάνουμε πράγματα που δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνουν), αδυναμία προετοιμασίας κι υλοποίησης του δικού της, ισορροπημένου, δίκαιου, συγκροτημένου  μεταρρυθμιστικού σχεδίου (πχ για τη διοίκηση, την αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, της παραγωγικής της βάσης).

 

Ακόμα και σήμερα, 6 σχεδόν χρόνια από την έναρξη της κρίσης, δύσκολα ένας ξένος παρατηρητής μπορεί διακρίνει ένα, έστω στοιχειώδες, σχέδιο για το που θέλουμε να πάμε ως χώρα και ως κοινωνία, ποιες συμμαχίες έχουμε διαμορφώσει, πώς ανατρέπουμε στερεότυπα και δεδομένα. Έτσι, πολύ εύκολα, ακούς κοινοτικούς υπαλλήλους- ευρωγραφειοκράτες που εμπλέκονται με την ελληνική “υπόθεση” να λένε “μα η Ελληνική κυβέρνηση επέλεξε ή αποφάσισε αυτό ή το άλλο μέτρο, δεν πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική” (μια απάντηση που έχω πάρει και εγώ από την Κομισιόν σε διάφορες ερωτήσεις που έχω υποβάλλει για μέτρα και πολιτικές που είναι εξόφθαλμα αντικοινωνικές.

 

Η ευρωπαϊκή ελίτ και κυρίως οι ευρωπαϊκές χώρες που κυρίως κατευθύνουν την διακρατική συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κα) παρουσιάστηκαν αμήχανες  μπροστά στην ανάγκη διαχείρισης, με δίκαιο και συμβατό με τις ευρωπαϊκές αξίες τρόπο, την Ελληνική κρίση. Προφανώς τους δώσαμε (δώσανε) αφορμές και επιχειρήματα, αλλά είναι γνωστό ότι από την αρχή εκφράστηκαν, με τεκμηριωμένο τρόπο, απόψεις ότι το συγκεκριμένο σχέδιο “διάσωσης” της Ελλάδας δεν θα οδηγούσε σε επιτυχία αλλά σε βαθύτερη κρίση, θα είχε υπερβολικό κόστος για τους ευρωπαίους πολίτες, θα γιγάντωνε το ελληνικό χρέος και θα προκαλούσε μεγάλη ύφεση και κοινωνική ένταση. Για ιδεολογικούς λόγους οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη επέλεξαν τη λογική της τιμωρίας αντί για πολιτικές και μέτρα αλληλεγγύης με στόχο να ξεπεραστεί η κρίση, μια στρατηγική που θα είχε και μικρότερο οικονομικό κόστος για τους ευρωπαίους φορολογούμενους.

 

Ας μην ξεχνάμε ότι μετά την αποτυχία της “συνταγματικής προσπάθειας” η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κόλλησε. Το θέμα του Ευρωπαϊκού “Συντάγματος” ξεχάστηκε. Η κυριαρχία νεο-φιλελεύθερων ιδεών και πολιτικών, η διεύρυνση χωρίς παράλληλα εμβάθυνση (όπως ήταν κάποτε η κουβέντα) διαμόρφωσε μια Ευρώπη λιγότερο ελκυστική για τους πολίτες που αντιμετώπιζαν την Ευρώπη σαν κάτι πολύ μακρινό, που δεν τους ενδιέφερε και η οποία ήταν υπεύθυνη για “κάθε κακό” αλλά σχεδόν ποτέ για κάποιο καλό. Οι περισσότεροι αγνοούν ότι το σύνολο σχεδόν των θεμάτων που επηρεάζουν τη ζωή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στη σημερινή εποχή, ακόμα και μια χώρα όπως η Γερμανία είναι πολύ μικρή για να επιβιώσει μόνη της στον κόσμο. Μερικές εταιρίες, μεταξύ άλλων και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν συχνά πολύ μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή από μεγάλες χώρες και ισχυρές κυβερνήσεις. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή μιας χώρας ή την ανακατανομή του πλούτου, απλώς δημοσιοποιώντας μια έκθεση ή πατώντας ένα κουμπί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

 

Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, η χώρα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει μόνη της τις επιθέσεις των “αγορών” αλλά ούτε η Ευρώπη είχε αντιληφθεί την πραγματική διάσταση της κρίσης. Έλαβε λάθος αποφάσεις αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι ακόμα και σήμερα δεν έχουν βρει το θάρρος (Κομισιόν, Γερμανική κυβέρνηση, Τρόικα) να ομολογήσουν αυτό που συζητιέται πίσω από κλειστές πόρτες, ότι αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να πετύχει. Ενδεικτικό: η Κομισιόν και η τρόικα απέκρυψαν την έκθεση που τους είχε δοθεί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, έκθεση που θεωρούσε πολύ πιθανό το ελληνικό χρέος να παραμείνει σε επίπεδα μεταξύ 145-165% ακόμα και μετά το κούρεμα, ενώ στην καλύτερη περίπτωση θα “περιορίζονταν” μεταξύ 120 -125%. Δεν είχαν την πολιτική διάθεση να επιλέξουν από την αρχή ένα σχέδιο πιο ισορροπημένο - ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε προτείνει ένα διαφοροποιημένο πακέτο με χαμηλότερο επιτόκιο και ρύθμιση του χρέους. Σήμερα, μια τέτοια αντιπαράθεση είναι αυτή τη φορά δημόσια, σε πρώτο πλάνο, με το ΔΝΤ να επιμένει ότι πρέπει μετά το PSI+ να γίνει κούρεμα και του χρέους που έχουν τώρα στα χέρια τους οι εθνικές τράπεζες και οι χώρες (OSI), και  τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναβάλουν κάτι τέτοιο για αργότερα, διστάζοντας να προχωρήσουν σε κινήσεις που θα αντιμετώπιζαν οξεία πολεμική από λαϊκίστικες δυνάμεις στο εσωτερικό των χωρών τους. Οι λαϊκιστές και οι εξτρεμιστές σε όποια χώρα και να βρίσκονται κάνουν εξίσου κακού στην επίλυση των πραγματικών προβλημάτων.

 

Για να κατανοήσουμε γιατί οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν έλαβαν τις σωστές αποφάσεις εγκαίρως, πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποιους σημαντικούς παράγοντες: την μεγάλη καθυστέρηση που παρουσιάζει η θεσμική εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο (η ΕΕ παραμένει μια διακρατική συνεργασία κι άρα οι αποφάσεις που λαμβάνονται επηρεάζονται από τις ισορροπίες στο εσωτερικό των κρατών - μελών), την ιδεολογική αγκύλωση στη θέση ότι “η αγορά ρυθμίζει όλα τα θέματα” καθώς και στην κυριαρχία πολιτικών συσχετισμών που αντιμετωπίζουν ακόμα την Ευρώπη ως μια αγορά και αντιτίθεται στην μετεξέλιξή της σε μια ομοσπονδία, σε μια πολιτική – οικονομική και κοινωνική ένωση.

 

Η εισαγωγή του ευρώ οδήγησε για μια αρχική ευδαιμονία, δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως οι αδυναμίες και οι λειτουργίες που είχαν εντοπιστεί αλλά για λόγους κυρίως ιδεολογικούς δεν έγινε προσπάθεια να ξεπεραστούν μέσα από την νομισματική, φορολογική και οικονομική νομιμοποίηση. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν αμήχανες σε μια κατάσταση που απαιτούσε βαθιές αλλαγές. Στη συνέχεια, και η ελληνική  αλλά κι αυτή της ευρωζώνης απαιτούσαν εξέλιξη και μεγαλύτερη εμπλοκή των ευρωπαϊκών θεσμών, γρήγορες και κατάλληλες απαντήσεις στις επιθέσεις κερδοσκόπων, κανόνες που ρυθμίζουν την ανεξέλεγκτη αγορά και αποτρέπουν ανεύθυνες επιλογές τραπεζών ή και χωρών. Όμως, η Ευρώπη αντί να πάει μπροστά, σε μια κατεύθυνση περισσότερης Ευρώπης, επέστρεψε σε διακρατικές μορφές συνεργασίας, σε λιγότερη Ευρώπη, σε διαδικασίες λήψεις κρίσιμων αποφάσεων κυρίως μέσα από την επιβολή του διδύμου Μέρκελ – Σαρκοζί, με πολύ αργούς μάλιστα ρυθμούς και σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που απαιτούνταν (πολύ λίγα, πολύ αργά). Για μεγάλο διάστημα η Κομισιόν και ο πρόεδρος της περιθωριοποιήθηκαν, με προσβλητικό μάλιστα τρόπο. Εκτός παιχνιδιού έμεινε, για αρκετό καιρό, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο μόνος ευρωπαϊκός θεσμούς που έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε κοινωνικά άστοχα και αναποτελεσματικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωβουλευτές, όχι μόνο έχουν εκλεγεί με εντολή να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των πολιτών αλλά κι έχουν συνεχώς απευθείας σχέση με διαφορετικούς φορείς καθώς και παραστάσεις από ολόκληρη την Ευρώπη.

 

Το Ευρωκοινοβούλιο παρέμενε εκτός παιχνιδιού γιατί δεν είχε θεσμικές αρμοδιότητες και δυνατότητες να παρεμβαίνει και να ελέγχει τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές καθώς και τις πολιτικές που προωθεί η τρόικα στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της κρίσης. Ο πολιτικός έλεγχος των εφαρμοζόμενων πολιτικών θα έπρεπε να βρίσκεται, εδώ και καιρό, στα χέρια του Ευρωκοινοβουλίου, με δεδομένο ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα είναι ιδεολογικά φορτισμένα, δεν είναι ουδέτερα, αντικειμενικά και “επιστημονικά” τεκμηριωμένα. Η συνταγή μοιάζει κοινή για όλες τις δημοσιονομικές “αρρώστιες”: “εσωτερική υποτίμηση με κάθε κόστος”, “απορρύθμιση της εργασίας και της κοινωνικής προστασίας”, “ιδιωτικοποιήσεις και πώληση κρίσιμων για την ευημερία και τη λειτουργία της κοινωνίας τομέων”, όπως πχ το νερό, ο σιδηρόδρομος κα. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ουδετερότητα ή αντικειμενικά αναπόφευκτα μέτρα. Υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές προτάσεις και δεν μπορεί ένας υπάλληλος ή ένας Επίτροπος να αποφασίζει μόνος του πολιτικές και μέτρα που είναι σε διαφορετική κατεύθυνση από ευρωπαϊκές πολιτικές ή δεν έχουν λάβει την υποστήριξη του Ευρωκοινοβουλίου, όπως απαιτείται στη βάση της “κοινοτικής μεθόδου” δηλαδή της συναπόφασης με το Ευρωκοινοβούλιο, σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

 

Τέτοια παραδείγματα είναι η πολιτική για την εξάλειψη της φτώχειας, ή οι υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών σε κρίσιμους τομείς όπως πχ είναι το νερό. Σε ερώτηση που καταθέσαμε προς την Κομισιόν 4 πράσινοι ευρωβουλευτές αναδείξαμε ένα τέτοιο θέμα: το άρθρο 385 της Σύμβασης Λειτουργίας της ΕΕ απαιτεί “ουδετερότητα” της Κομισιόν σε σχέση με τη μορφή (δημόσια ή ιδιωτική) των υπηρεσιών παροχής νερού. Και, όμως, ο αρμόδιος Επίτροπος Ο. Ρεν και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην τρόικα παραβιάζουν αυτή την “ουδετερότητα¨, προωθώντας και πιέζοντας για την ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο πλαίσιο των πολιτικών “αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης”.

 

Θα ήταν λογικό οι λαϊκίστικες και οι ακραίες δυνάμεις, που δεν επιδιώκουν λύσεις των προβλημάτων αλλά απλώς εκμετάλλευσή τους με στόχο την αύξηση της εκλογικής κι άλλης επιρροής τους, να έχουν όχι μόνο άγνοια αλλά και απέχθεια σε μια στρατηγική που θα επιδίωκε διαμόρφωση ισχυρών συμμαχιών για προσαρμογή των όρων του Μνημονίου αλλά και όλων των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης στις ευρωπαϊκές αξίες και πολιτικές.

 

Θα μπορούσε η Ελλάδα αντί να μετατραπεί σε μαύρο πρόβατο να αποτελέσει το επίκεντρο για την επαναδιατύπωση κι εφαρμογή ενός νέου, αποτελεσματικού και δίκαιου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Η Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο το έχουμε θέσει ξεκάθαρα και πολύ δυνατά. Από την αρχή του 2012 έχουμε εντείνει τις προσπάθειες και παρέμβουμε στη βάση μιας τρίτης στρατηγικής - του τρίτου δρόμου για τη διάσωση της Ελλάδας με όρους αλληλεγγύης και δίκαιων μεταρρυθμίσεων, σε πλήρη συμβατότητα με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, σε πλήρη διαφοροποίηση από τις δυο κυρίαρχες σήμερα πολιτικές: αυτής του μονόδρομου, που θεωρεί ότι η ακολουθούμενη πολιτική είναι η μόνη λύση και της άλλης (που λειτουργεί συμπληρωματικά εκ των πραγμάτων)  πολιτικής του “όχι σε κάθε αλλαγή”, αναζήτηση του “εχθρού” που ευθύνεται για όλα τα κακά της μοίρας και της φυλής. 

 

Η πολιτική παρέμβαση των Πράσινων – προσωπικά έχω άριστη συνεργασία με όλη την ομάδα των πράσινων ευρωβουλευτών και έχω εκπλαγεί με το ουσιαστικό ενδιαφέρον τους για την αλληλεγγύη προς την Ελλάδα – φέρνει αποτελέσματα. Οι Πράσινοι στο Ευρωκοινοβούλιο δουλεύουμε συστηματικά στη βάση ακριβώς αυτής της “τρίτης στρατηγικής” για ουσιαστική αλλαγή των πολιτικών που εφαρμόζονται σήμερα για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Η συμμετοχή Έλληνα ευρωβουλευτή στην Ομάδα των Πράσινων έχει απελευθερώσει μια μεγάλη δυναμική αλληλεγγύης προς την ελληνική κοινωνία. Με τις συνεχείς δηλώσεις των 2 συμπροέδρων μας, Ντάνυ Κον Μπεντίτ και Ρεβέκκα Χαρμς, με την υιοθέτηση μιας πολιτικής πρότασης 7 σημείων για αλλαγή της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, με παρεμβάσεις στο θέμα των εξοπλιστικών δαπανών, της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, της διάσωσης του συστήματος υγείας, την παροχή στην Ελλάδα οικονομικής βοήθειας μέσα από διαφορετικά εργαλεία αλλά και την διαμόρφωση ενός Επενδυτικού Πακέτου Πράσινων Κοινωνικών Επενδύσεων, την εγγύηση των ελληνικών συνόρων από την ΕΕ για να μειωθούν δραστικά οι στρατιωτικές δαπάνες, την παροχή άμεσης ρευστότητας και οικονομικής βοήθειας σε όσους έχουν πράγματι ανάγκη και κυρίως τους ανέργους και τους νέους.

 

Με πρωτοβουλία μάλιστα των Πράσινων και σε συνέχεια των παρεμβάσεων μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Ευρωκοινοβούλιο αναμένεται να πάει ένα βήμα πιο μπροστά σε θεσμικό επίπεδο: Οι πρόεδροι των 4 σημαντικότερων πολιτικών ομάδων (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι) υιοθέτησαν μεταξύ άλλων στο σχέδιο ψηφίσματος που θα κατατεθεί στη σύνοδο της Ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου στις 24-28/10 κοινή πολιτική τοποθέτηση για την ανάγκη οι θέσεις που υποστηρίζει ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην Τρόικα να έχουν την έγκριση και έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου, να έχει ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στην Τρόικα την έγκριση του Ευρωκοινοβουλίου και να μπορεί το θεσμικό αυτό όργανο να καταψηφίζει τις θέσεις της Τρόικα ή/και να απορρίπτει τον εκπρόσωπό της Κομισιόν.

 

Σημαντική φυσική παρουσία πράσινων ευρωβουλευτών στην Ελλάδα είχαμε από την αρχή της κρίσης, αλλά από τον Μάρτιο 2012 η παρουσία των ευρωπαίων πράσινων ευρωβουλευτών έχει αποκτήσει άλλη δυναμική, ως έμπρακτη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας αλλά και πλήρη και δημιουργική συνεργασία μαζί μου όλης της ομάδας των πράσινων. Μια ισχυρή παρουσία ξεκίνησε με την επίσκεψη, μετά από πρόσκλησή μου,  των δυο συμπροέδρων της ομάδας μας Ντάνυ Κον Μπεντίτ και Ρεβέκκα Χαρμς. Όμως 9-11 Νοεμβρίου πάνω από 20 ευρωβουλευτές, οι συμπρόεδροι της ομάδας των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο, πράσινοι βουλευτές σε εθνικά κοινοβούλια, κάποιοι πράσινοι υπουργοί και 350-500 στελέχη των πράσινων από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες θα βρεθούν στην Αθήνα για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην ελληνική κοινωνία και ταυτόχρονα να απαιτήσουν την ανάδειξη της Ευρώπης της κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

Θα μπορούσε το γεγονός αυτό να αποτελέσει το ξεκίνημα νέων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών στην Ελλάδα για την διαμόρφωση του “τρίτου δρόμου” και μιας συμμαχίας κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αλλάξουν την πορεία των εξελίξεων στη χώρας μας. Η πρόκληση είναι εδώ κι αφορά το μέλλον της χώρας αλλά και την ίδια την επιβίωση της χώρας.  Για να έχει επιτυχία η τρίτη στρατηγική, ο τρίτος δρόμος, προϋπόθεση είναι να βγουν στο προσκήνιο εκείνες οι δημιουργικές δυνάμεις που θα βοηθήσουν να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, διοίκησης, πολιτικής και κοινωνίας. Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα θέτουν ως στόχο την πράσινη και κοινωνική καινοτομία και πρωτοβουλία ως εργαλείο για διέξοδο από την κρίση, που θα οικοδομήσουν σταθερές κι εμπνευσμένες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα απαιτήσουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη κι όχι τιμωρία, αλλά θα είναι έντιμες ώστε να παραδεχθούν, επίσης, ότι η πορεία που ακολουθούσαμε τις τελευταίες δεκαετίες ήταν αδιέξοδη Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δεν ονειρεύονται την επιστροφή στο παρελθόν αλλά την συμμετοχική διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος στη βάση 5 βασικών πολιτικών επιλογών:

  • ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και περισσότερη Ευρώπη για την Ευρώπη,
  • αναζωογόνηση της οικονομίας, μέσω κυρίως της στροφής της σε πράσινη κατεύθυνση,  προώθησης μορφών κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων και ενίσχυσης των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με άμεσο στόχο επίσης την δημιουργία θέσεων εργασίας, ώστε να μειωθεί δραστικά η μακροχρόνια ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός
  • εξισορρόπηση της βίαιης μείωσης μισθών, συντάξεων και κοινωνικών υποδομών με στοχευμένη ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης, υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και  αναδιοργάνωση των κοινωνικών πολιτικών και των υπηρεσιών περιβάλλοντος ώστε να γίνουν αποτελεσματικές για  τον πολίτη και να στηρίζουν ουσιαστικά όσους βρίσκονται πλέον στα όρια επιβίωσης
  • ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής, κλιματικής και κοινωνικής διάστασης σε όλες τις πολιτικές και τις αποφάσεις και ανάπτυξη ενός συμμετοχικού, δημοκρατικού, πολιτικού μοντέλου.  


Το άρθρο του Ν. Χρυσόγελου πρωτοδημοσιεύτηκε στον δικτυακό τόπο eklogika.gr

 

 

 

του Νίκου Χρυσόγελου,

ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων/

Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο

 

Η Ελλάδα κυβερνήθηκε από δυο κόμματα που εναλλάσονταν στην εξουσία επί δεκαετίες. Παρά την ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμή τους (ή εξαιτίας της αυταρέσκειας και της διαφθοράς που δημιουργεί μια μονοκομματική κυβέρνηση) τα δυο αυτά κόμματα οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία.

 

Εκτός κι αν αλλάξει κάτι δραματικά, φαίνεται ότι για τα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρξουν βιώσιμες μονοκομματικές κυβερνητικές λύσεις στην Ελλάδα. Θα υπάρξουν, όμως, κυβερνήσεις συνεργασίας βασισμένες σε πρόγραμμα που αντιμετωπίζει τα δημοσιονομικά προβλήματα με κοινωνικά δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο, ενώ παράλληλα αναζωογονεί την οικονομία, δημιουργεί θέσεις εργασίας και ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή, προστατεύοντας το περιβάλλον; Αυτό θα μπορούσε να είναι το μόνο πλαίσιο που θα επέτρεπε, στις σημερινές συνθήκες, κυβερνητική συνεργασία των Οικολόγων Πράσινων, αν ήταν στη Βουλή.

 

Η πολιτική που ακολουθήθηκε πριν την κρίση ήταν αδιέξοδη και μη βιώσιμη. Αυτή που επιλέχτηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης ήταν η χειρότερη δυνατή.  Αποδείχτηκε ανόητη γιατί  οδηγεί σε διάλυση της κοινωνικής συνοχής, κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας και έκκρηξη της ανεργίας. Μια τέτοια, κοινωνικά άδικη κι αναποτελεσματική πολιτική δεν μπορεί να έχει την υποστήριξη της κοινωνίας. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ χρειάζεται να πληρώσουν το τίμημα. Να υπάρξει κάθαρση. Να συρρικνωθούν. Να επαναπροσδιορίσουν τις προγραμματικές θέσεις τους. Ώστε να αναδειχθούν και νέα πολιτικά – κομματικά πρόσωπα.

 

Η αριστερά έχει τις δικές της ευθύνες για την κρίση καθώς και για τα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ για έναν “αριστερό” λαϊκισμό, για την απουσία εναλλακτικών λύσεων, για μια πολιτική που συσπειρώνει στη βάση του “όχι σε όλα”. Ακόμα και στις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε διπλό πρόσωπο. Στην Ευρώπη (πχ επιστολές σε ευρωπαϊκούς φορούς και πολιτικά κόμματα) μιλούσε για “λύσεις που θα βρεθούν μαζί με τους ευρωπαίους φίλους”, στην Ελλάδα μιλούσε για καταγγελία, για ακύρωση του μνημονίου με μια νομοθετική πράξη! 

 

Η ΔΗΜΑΡ κινδυνεύει να υποστεί την φθορά που προκαλεί μια κυβερνητική συνεργασία χωρίς σοβαρό σχέδιο και πολιτικές συμφωνίες για τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν με εταίρους που ανήκουν σε μια άλλη εποχή.

 

Η αριστερά έχει κι αυτή το δικό της μερίδιο στην αποτυχία αντιμετώπισης της κρίσης,  κυρίως όμως γιατί δεν έχει παρουσιάσει δικό της συνεκτικό, κοινωνικά δίκαιο αλλά κι αποτελεσματικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση για να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει. Η καταγγελία είναι εύκολη αλλά δεν αρκεί για να βγει η χώρα από τα αδιέξοδα. Ούτε αποτελεί ρεαλιστική βάση για διακυβέρνηση της χώρας, είτε είναι μόνη της στην κυβέρνηση είτε μέσα από κυβερνήσεις συνεργασίας.

 

Η ευθύνη των Οικολόγων Πράσινων είναι ότι δεν έχουμε αναδείξει τις εναλλακτικές, πράσινες προτάσεις διεξόδου από την κρίση με τρόπο που να είναι κατανοητές και να συμβάλλουν στην κινητοποίηση κοινωνικών δυνάμεων που κατανοούν ότι η κοινωνική και περιβαλλοντική καινοτομία, η πράσινη μεταρρύθμιση οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής είναι πλέον όρος επιβίωσης. Οι Πράσινοι, σε αντίθεση με ότι πιστεύουν πολλοί στην Ελλάδα, έχουν ανθίσει σε ευρωπαϊκές χώρες όταν παρουσιάζουν συγκροτημένες προτάσεις για την οικονομία. Ο υπουργός ανάπτυξης της Γαλλίας είναι πράσινος, από τους πρωτεργάτες του Πράσινου Νιου Ντηλ. Οι Γερμανοί πράσινοι έχουν παρουσιάσει ένα πειστικό οικονομικό πρόγραμμα. Στην Ελλάδα δεν έχουμε αναδείξει τα επιτεύγματα των ελλήνων και ευρωπαίων πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο, στις περιφέρειες, στα εθνικά κοινοβούλια, το πώς οι πράσινοι έχουν αλλάξει την πολιτική αντζέντα και την καθημερινή ζωή των πολιτών εκεί όπου έχουν ισχυρή κοινοβουλευτική και κοινωνική παρουσία.

 

Η οργή της κοινωνίας προς το παρόν δεν έχει επιτρέψει να γίνει σοβαρή συζήτηση στη βάση προγραμματικών συμφωνιών. Για να μπορέσουμε πραγματικά να μιλήσουμε για κυβερνητικές συνεργασίες με συμμετοχή των πράσινων, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χρειάζεται πρώτα να αλλάξουν οι πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες, οι πολιτικές των κομμάτων και να εκπροσωπούνται οι Οικολόγοι Πράσινοι και στην ελληνική Βουλή. Έχουμε ακόμα, όμως, πολύ δρόμο για να φτάσουμε μέχρι εκεί.