Φωτογραφία του Nikos Chrysogelos.
 
Σήμερα συζητιέται στην 5η Δημοτική Κοινότητα του Δήμου Αθηναίων η (απαράδεκτη) μελέτη εγκιβωτισμού του ρέματος του Ποδονίφτη που έχει παραμείνει ακόμα σε φυσική κατάσταση. Αν είσαστε κάτοικος της περιοχής, παρακαλώ συμμετάσχετε στην συζήτηση - ξεκινάει στις 18.00 - αλλά υπογράψτε την επιστολή προς την 5η Δημοτική Κοινότητα αλλά και προς τον Δήμο Αθηναίων γενικότερα
Ζητάμε οικολογική διαχείριση κι όχι τσιμεντοποίηση του Ποδονίφτη, ανάδειξή του ως μια πράσινη ζώνη κι ανάσα μέσα στην πόλη. Πολύ περισσότερο που η ίδια η Περιφέρεια έχει στη διάθεσή της ερευνητική εργασία του ΕΜΠ για Πολιτικές Βιώσιμης Ανάπτυξης στην Μητροπολιτική Αθήνα που αναδεικνύει το ρόλο των πράσινων ζωνών και διαδρόμων
Διαβάστε το κείμενο και αν συμφωνείτε στείλε τε μήνυμα ότι το συνυπογράφετε (αν μένετε στην ευρύτερη περιοχή) ή υποστηρίζετε τις θέσεις (για όσους/ες δεν μένουν στην περιοχή αλλά θεωρούν ότι το θέμα τους αφορά
Οικολογική διαχείριση κι όχι τσιμεντοποίηση του Ποδονίφτη
Το ρέμα του Ποδονίφτη, είναι μία «όαση ζωής» εντός του αστικού ιστού, η οποία προσφέρει σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη (μικροκλίμα, ποιότητα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος, αναψυχή κλπ) στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή των Αθηνών. Η μικρή ανοιχτή ποτάμια έκταση των 770 μέτρων περίπου που έχει απομείνει, έχει πλούσια παρυδάτια βλάστηση, καθώς και αξιοσημείωτη πανίδα, η οποία περιλαμβάνει μάλιστα και πολλά είδη πουλιών. Σχολεία κι όχι μόνο επιστήμονες έχουν καταγράψει αυτόν τον μοναδικό πλούτο μέσα στον αστικό ιστό.
Αξίζει φυσικά να αναφερθεί ότι το ρέμα του Ποδονίφτη είναι χαρακτηρισμένο ως ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, με την Υπουργική Απόφαση 9173/1642/93 (ΦΕΚ 281Δ/23-3-93) και η περιοχή υπάγεται στους «υγροτόπους Β΄ προτεραιότητας», βάσει του Νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας/Αττικής 2021 (Ν. 4277/ΘΕΚ 156/2014).
Στη ρέμα αυτό όμως έχουν προταθεί έργα διευθέτησης, από την γέφυρα της οδού Χαλκίδος μέχρι τη γέφυρα της οδού Εράτωνος. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), η οποία αποτελεί τη βασική μελέτη τεκμηρίωσης και ανάλυσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του υπό μελέτη έργου και προσφέρει και την εξειδίκευση του τεχνικού σχεδιασμού του έργου, δεν έρευνα βασικά ζητήματα που αφορούν στην βιοποικιλότητα και στη γεωμορφολογία της περιοχής ούτε την εξετάζει (ως όφειλε) εναλλακτικές λύσεις. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψη τις νέες αντιλήψεις για επιστροφή της φύσης μέσα στην πόλη και γενικότερα τις «πράσινες υποδομές» ως μέσα για την προστασία των πόλεων απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα και την κλιματική αλλαγή.
Ειδικότερα, επισημαίνουμε ότι η Μ.Π.Ε. έχει ελλείψεις και σφάλματα στα εξής ζητήματα:
1) στην περιγραφή-αξιολόγηση της σημερινής κατάστασης των οικοσυστημάτων, πανίδας και χλωρίδας. Η αναφορά στη βιοποικιλότητα είναι απλώς ενδεικτική και ελλιπέστατη, καθώς λείπουν ακόμα και μερικά χαρακτηριστικά ιθαγενή είδη που είναι χαρακτηριστικά της περιοχής αυτής.
2) στην περιγραφή των γεωλογικών και γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του ρέματος, τα οποία θα έπρεπε να εξετάζονται αναλυτικά κατά την περιγραφή της προτεινόμενης διευθέτησής του. Η γενική αναφορά στη στοιχειώδη γεωλογία της περιοχής είναι παντελώς ανεπαρκής και δεν αναφέρονται ούτε καν τα σπήλαια και οι εξορυκτικές σήραγγες που υπάρχουν εκεί. Ειδικότερα, στη μελέτη αγνοούνται το στάδιο διάβρωσης της λεκάνης απορροής, η τάξη των υπό διευθέτηση κλάδων του υδρογραφικού δικτύου και οι γεωλογικοί σχηματισμοί των πρανών, της όχθης και της κοίτης του ρέματος. Η γνώση όλων αυτών των παραμέτρων είναι αναγκαία για την επιλογή της καταλληλότερης μορφής και διάταξης των έργων, καθώς και για την αποφυγή άσκοπων, περιττών και δαπανηρών κατασκευών στο ρέμα αυτό.
3) στην εξέταση μιας ήπιας και "οικολογικής" εναλλακτικής λύσης στα έργα διευθέτησης. Η εν λόγω Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν εξέτασε καθόλου εναλλακτικές λύσεις και πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον, για την απομείωση του πλημμυρικού κινδύνου (όπως απαιτείται από την νομοθεσία και την σύγχρονη επιστημονική πρακτική), ενώ δεν παρουσίασε ουσιαστικό έλεγχο συμβατότητάς της με τα θεσμοθετημένα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής (Οδηγία για τα Ύδατα).
Η πρόταση της εν λόγω Μελέτης για επένδυση της φυσικής κοίτης του ρέματος με τσιμέντο είναι προφανώς μια αναχρονιστική τακτική που αφενός καταστρέφει ολοσχερώς το ρέμα και αφετέρου είναι τελείως αντίθετη στην λογική της αντιμετώπισης του πλημμυρικού κινδύνου που επιβάλλεται από την Οδηγία για τις Πλημμύρες (2007/60ΕΕ).
Η οριοθέτηση του ρέματος, έτσι όπως προτείνεται στη Μ.Π.Ε., τοποθετείται στην υφιστάμενη κατάσταση, δηλαδή εκεί που εντοπίζονται οι καταπατήσεις και η αυθαίρετη δόμηση που εδώ και δεκαετίες έχουν δημιουργήσει στενώσεις σε μεγάλα τμήματα του ρέματος. Τέτοια οριοθέτηση με αυτούς τους περιορισμούς που θέτουν οι μελετητές είναι μόνο κατ’ όνομα «οριοθέτηση». Ούτε, όμως, και διευθέτηση είναι, καθώς το μόνο που αποζητά είναι η νομιμοποίηση και η παγίωση όλων των αυθαιρεσιών που έχουν λάβει χώρα κατά μήκος του ρέματος. 
Η προχειρότητα με την οποία γράφτηκε η Μ.Π.Ε. φαίνεται ακόμη και στις εκτενείς αντιγραφές (copy-paste) ολόκληρων αποσπασμάτων από άλλες ομοειδείς μελέτες. Αλλά ακόμα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο της ίδιας αυτής μελέτης, επαναλαμβάνονται οι αντιγραφές ίδιων αποσπασμάτων. Οι δε βιβλιογραφικές αναφορές είναι άστοχες, διότι δεν τεκμηριώνουν τη μελέτη, αλλά αναφέρονται κυρίως σε στοιχεία βιοποικιλότητας που ουδόλως αναλύονται στη Μ.Π.Ε.
Η Μ.Π.Ε. αντί να διευρύνει τα όρια του Ποδονίφτη και να στοχεύει στην ελαχιστοποίηση των τεχνικών παρεμβάσεων για την αντιπλημμυρική προστασία και τη διάσωση του φυσικού στοιχείου, επιλέγει, με πρόσχημα την πλημμύρα, να καταστρέψει το μόνο τμήμα του ρέματος που έχει παραμείνει σε φυσική κατάσταση.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η Μελέτη αυτή πρέπει να απορριφθεί και να υποβληθεί νέα, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της όλα τα προαναφερθέντα.
Ως κάτοικοι της περιοχής ζητάμε να απορριφθεί η συγκεκριμένη μελέτη και να έρθει άλλη που θα είναι συμβατή με τις σύγχρονες επιστημονικές και οικολογικές βάσεις για την βιώσιμη διαχείριση των ρεμάτων, με στόχο να διασωθεί το φυσικό στοιχείο και να βελτιωθεί η βιοποικιλότητα του ρέματος, να αντιμετωπιστούν προβλήματα αυθαιρεσιών, να υπάρχει αντιστοίχηση της αντιπλημμυρικής προστασίας με την πολιτική «πράσινων υποδομών» που προωθείται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.