14 Φεβρουαρίου 2013

Η ελληνική κρίση, η λάθος συνταγή και η ανάγκη ενός εναλλακτικού σχεδίου

Άρθρο του Νίκου Χρυσόγελου στην Πράσινη Πολιτική

 

Είναι γεγονός ότι η χώρα ακολουθούσε έναν δρόμο που αργά ή γρήγορα θα αποδεικνύονταν αδιέξοδος. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η  ανικανότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες και τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ευρωζώνης έκαναν τη φούσκα να σκάσει με εκκωφαντικό τρόπο.

 

Θα έπρεπε η κοινωνία αλλά και το πολιτικό σύστημα να έχουν διαμορφώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε εγκαίρως. Ακόμα και τώρα, η ανευθυνότητα εναλλάσσεται με την ανικανότητα διαμόρφωσης ενός σχεδίου που να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με κοινωνικά δίκαιο, ισορροπημένο κι αποτελεσματικό τρόπο.

 

Το σχέδιο που εφαρμόζεται με την πίεση της τρόικα αποδεικνύεται ότι βασίστηκε σε λανθασμένες προβλέψεις και λανθασμένα μοντέλα. Η κρίση ελλειμμάτων έχει μετατραπεί σε κρίση χρέους και τελικώς σε οικονομική και κοινωνική κρίση.  Τα πρώτα μέτρα για μείωση του ελλείμματος οδήγησαν σε αύξηση του χρέους. Προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση χρέους έχουν εφαρμοστεί στη χώρα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής με δηλωμένο στόχο αφενός «τη βελτίωση των μεγεθών που επηρεάζουν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ» και αφετέρου «τη βελτίωση της εικόνας της χώρας, δηλαδή της αξιοπιστίας, της εμπιστοσύνης των επενδυτών, ώστε ο δανεισμός να γίνεται με ευνοϊκούς όρους από τις αγορές και σταδιακά το χρέος της χώρας να βρεθεί σε βιώσιμο επίπεδο».

 

Άλλες λύσεις που συζητιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη, δεν έχουν - τουλάχιστον προς το παρόν - ενσωματωθεί στις πολιτικές για αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης με τη δικαιολογία ότι δεν έχει σταθεροποιηθεί η δημοσιονομική κατάσταση στη χώρα. Λύσεις όπως, μετατροπή του εθνικού χρέους εν μέρει σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος (αμοιβαιοποίηση χρέους πιθανώς μέσω ενός Ταμείου Εξυπηρέτησης Χρέους, ή την έκδοση ομολόγων σταθερότητας – ευρωομολόγων), διαχωρισμού από το εθνικό χρέος του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών,  διαγραφή μέρους του χρέους που κατέχουν κυβερνήσεις, η Ευρωπαϊκή και εθνικές κεντρικές τράπεζες (OSI). 

 

Υπάρχουν, όμως, οικονομολόγοι που παραδέχονται ότι στοχευμένες επενδύσεις και μη- ύφεση θα μπορούσαν να μειώσουν το χρέος πολύ περισσότερο από το “κούρεμα”. Παράδειγμα, αναφέρεται ότι απλώς και μόνο η σταθεροποίηση της οικονομίας στο επίπεδο του 2011 (και όχι η μεγαλύτερη συρρίκνωσή της το 2013) θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιο χρέος κατά 21%. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – περίπου 50 δις-  θα μπορούσε να μην χρεώνεται ως δημόσιο χρέος, άρα να “ρίξει” το χρέος σημαντικά.

 

Στην Ελλάδα επιλέχθηκε και προωθείται με φανατισμό η εφαρμογή προγραμμάτων πολύ σκληρής λιτότητας σε συνδυασμό με την υλοποίηση «διαρθρωτικών αλλαγών», κυρίως  ιδιωτικοποιήσεων, ως η ενδεδειγμένη λύση για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Θεωρήθηκε απαραίτητο να γίνει εσωτερική υποτίμηση, να υποβαθμιστεί το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών και να μειωθεί η ζήτηση,  αφού υποτίμηση του ευρώ δεν ήταν εφικτή.

 

Το σχέδιο θα κοστίσει στους ευρωπαίους πολίτες 240 δις ευρώ με βάση το σχεδιασμό που έχει γίνει, για το διάστημα μέχρι το 2016 (να σημειωθεί ότι αρχικά η συζήτηση αφορούσε ένα ποσό κοντά στα 20 δις). Την ίδια στιγμή η ελληνική κοινωνία πληρώνει ήδη μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, η ανεργία έχει φτάσει ή ξεπεράσει τα επίπεδα της εποχής που κάποτε οδήγησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μεταναστεύσει, ο αριθμός των πραγματικά φτωχών αυξάνει ραγδαία και έχει πληγεί σοβαρά η πραγματική οικονομία και η κοινωνική συνοχή. Τα μέτρα που εφαρμόζονται για την προσαρμογή θα κοστίσουν στους Έλληνες πολίτες 65 δις μέχρι το 2016, κυρίως με τη μορφή περικοπής μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών, σημαντικών υπηρεσιών για την επιβίωση των πολιτών.

 

 

 

Οι προβλέψεις της τρόικα για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης δεν επιβεβαιώθηκαν. Μέχρι πρόσφατα ως αίτια για τις αστοχίες στην επίτευξη αριθμητικών στόχων επιλέγονταν οι «συνήθεις ύποπτες αιτίες»: οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, η κρατικοδίαιτη οικονομία, η κατάσταση σε πολλούς τομείς, η διαφθορά, το ότι η δυνατότητα είσπραξης φορολογικών απαιτήσεων ήταν χειρότερη από την αναμενόμενη, η απροθυμία των πολιτικών γενικά να συμμετάσχουν σε μεταρρυθμίσεις, η αδυναμία του πολιτικού συστήματος και η αδυναμία του κράτους να λειτουργήσει. Παράγοντες που παίζουν ίσως ρόλο αλλά δεν δικαιολογούν από μόνοι τους την μεγάλη αστοχία των προβλέψεων.

 

Η αρχική συνταγή παραμένει σε χρήση παρά τις αποτυχίες που εμφανίζονται, όχι μόνο σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο αλλά και σε δημοσιονομικό. Αντίθετα με την επιλογή της λιτότητας είναι άρθρα αναλυτών, καθώς και η πλειοψηφία των μελετών και των εκθέσεων του τελευταίου εξαμήνου που δημοσιεύονται από διεθνείς οργανισμούς και ινστιτούτα τα οποία βασίζονται σε αναλύσεις των πραγματικών μεγεθών που ακολούθησαν την εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη και ιδίως στην Ελλάδα.

 

Στην έκθεση του ΔΝΤ τον Οκτώβριο 2012 [WorldEconomicOutlook– October2012] γίνεται αναλυτική αναφορά σε άστοχες εκτιμήσεις για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή που χρησιμοποιείται στις προβλέψεις όταν σχεδιάζονται προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αλλά και σε πρόσφατη έκθεση για λογαριασμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δημοσιεύθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2013, αναφέρεται ότι τα μοντέλα προβλέψεων που χρησιμοποιούνται για την προώθηση πολιτικών αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης ενέχουν σημαντικές υποεκτιμήσεις στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.

 

Οι εκθέσεις αλλά και η έμμεση ομολογία του Επιτρόπου Όλι Ρεν ότι η λιτότητα δεν οδηγεί από μόνη της στην έξοδο από την κρίση, δυστυχώς, δεν έχουν ακόμα αλλάξει την πολιτική σκληρής λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, δεν έχει καν ανοίξει έναν πολιτικό διάλογο για μια εναλλακτική στρατηγική.

 

Αντίθετα, περικόπηκε και το ήδη περιορισμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για το 2013.  Το 2013, βάσει του ψηφισμένου Κρατικού Προϋπολογισμού, το ΠΔΕ  προβλέπεται να μην ξεπεράσει τα 6,85 δις ευρώ ή το 3,5% του  ΑΕΠ. Την πενταετία 2005-2009 ανερχόταν σε 4% του ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα η μείωση είναι μεγαλύτερη, με δεδομένη τη συρρίκνωση του ΑΕΠ λόγω της παρατεταμένης ύφεσης.

 

Παράλληλα, έχει συρρικνωθεί σημαντικά και ο προϋπολογισμός του εθνικού υπο-προγράμματος του ΠΔΕ (το 2013 θα ανέλθει σε 850 εκ. €). Τα τελευταία χρόνια το ΠΔΕ ταυτίζεται, σε μεγάλο ποσοστό, με τη χρηματοδότηση συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, γεγονός που εμποδίζει την εκπλήρωση του ρόλου του στην άσκηση ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής της χώρας και στην επίτευξη σύγκλισης των ελληνικών περιφερειών μεταξύ τους,  σύγκλισης στο εσωτερικό της κάθε περιφέρειας, αλλά και της σύγκλισης των ελληνικών με τις ευρωπαϊκές περιφέρειες.

 

Σημειώνεται επίσης ότι οι ανάγκες συγχρηματοδότησης των δράσεων που έχουν ενταχθεί στα Επιχειρησιακά Προγράμματα της 4ης Προγραμματικής Περιόδου 2007-2013 ανέρχονται σε 16 – 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2015, ενώ βρίσκονται σε φάση υλοποίησης χιλιάδες επενδυτικά σχέδια που έχουν ενταχθεί στους αναπτυξιακούς νόμους.

 

Αναπάντητο παραμένει το ερώτημα, τι κάνει η κυβέρνηση για όλα αυτά. Είναι καιρός να αποτολμηθεί ένας δημόσιος διάλογος για το πώς θα αλλάξει άμεσα η λανθασμένη πολιτική που ακολουθείται στη χώρα μας, και μάλιστα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς θα χρησιμοποιήσουμε το ΠΔΕ πιο αποτελεσματικά ως εργαλείο βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων; Θα υπάρξει διάθεση επαρκών πόρων, από αδιάθετα κονδύλια του ΕΣΠΑ αλλά και μέρος των επόμενων δόσεων ώστε να μπορέσει να επανέλθει η κοινωνία σε ισορροπία και να αναζωογονηθεί η οικονομία μέσω της πράσινης στροφής της και να ανακάμψει η απασχόληση σε βιώσιμους τομείς; 

 

Κυρίως όμως είναι επιτακτική η ανάγκη να απαντήσουμε άμεσα στο ερώτημα, θα οδηγούνταν η χώρα σε διαφορετικές επιλογές για την επίτευξη των ίδιων στόχων αν δεν είχαν γίνει λάθος προβλέψεις με τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές; Θα υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις έστω και τώρα; Θα εισαχθούν στο πρόγραμμα προσαρμογής εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδας, όπως αγορά και διαγραφή σημαντικού τμήματος του ελληνικού χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο, αν αποδειχθεί ότι αυτό αυξήθηκε σοβαρά ως αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών της τρόικα και των συμβούλων της; Θα δοθεί επιτέλους έμφαση στην προσαρμογή των όρων του μνημονίου στις ευρωπαϊκές αξίες και πολιτικές;